νάρκῃ
1νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …
2νάρκη — η 1. βιολογικό φαινόμενο κατά το οποίο διάφοροι οργανισμοί περιορίζουν το ρυθμό μεταβολισμού τους και τις δραστηριότητές τους για να ανταπεξέλθουν σε δυσμενείς συνθήκες του περιβάλλοντος: Χειμερινή νάρκη των φιδιών. 2. τάση για ύπνο, ληθαργική… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3νάρκη — νάρκα fem nom/voc sg (attic epic ionic) νάρκη numbness fem nom/voc sg (attic epic ionic) ναρκάω grow stiff pres imperat act 2nd sg (doric) ναρκάω grow stiff pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ναρκάω grow stiff imperf ind act 3rd sg …
4νάρκῃ — νάρκα fem dat sg (attic epic ionic) νάρκη numbness fem dat sg (attic epic ionic) …
5ναρκῇ — ναρκάω grow stiff pres subj mp 2nd sg (doric) ναρκάω grow stiff pres ind mp 2nd sg (doric) ναρκάω grow stiff pres subj act 3rd sg (doric) ναρκάω grow stiff pres ind act 3rd sg (doric) ναρκάω grow stiff pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ναρκάω grow …
6νάρκηι — νάρκῃ , νάρκα fem dat sg (attic epic ionic) νάρκῃ , νάρκη numbness fem dat sg (attic epic ionic) …
7ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …
8Narcolepsy — For other uses, see Narcolepsy (disambiguation). Narcolepsy Classification and external resources ICD 10 G47.4 ICD 9 …
9TORPEDO — a vi, ut Varro ait, de L. L. l. 4. nempe quia inducit torpedinem: Graecis eadem de causa Νάρκη, quod νάρκωσιν producit: a tremore, quem adfert contrectantibus, Burdegalensibus Tremble; Liguribus ob eandem rationem Tremoriza: Bellunensi, Avicennae …
10θηριονάρκη — θηριονάρκη, ἡ (Α) βότανο που επιφέρει νάρκη στα φίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + νάρκη] …