νάγμα
1νάγμα — νάγμα, τὸ (Α) (γενικά) καθετί που έχει στοιβαχθεί ή σωσσωρευθεί με πυκνό τρόπο 2. (ειδικά) πλατύ λίθινο τείχος προφυλάξεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ναγ (πρβλ. νέ ναγ μαι, παθ. παρακμ. τού ρ. νάσσω «πιέζω, στοιβάζω») + κατάλ. μα, πρβλ. μάγ μα, τάγμα] …
2νάγμα — anything piled up neut nom/voc/acc sg …