νώτοις ὑποστενάζει

  • 1υποστενάζω — Α [στενάζω] 1. βγάζω βαθύ στεναγμό, στενάζω υπόκωφα 2. στενάζω κάτω από το βάρος ενός πράγματος («οὐράνιον πόλον νώτοις ὑποστενάζει», Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek