νώδῠνος
1νώδυνος — νώδυνος, ον (Α) 1. ανώδυνος («ἐπαοιδαῑς δ ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν», Πίνδ.) 2. αυτός που ανακουφίζει, που καταπραύνει από τους πόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. πρόθημα νη * + ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. αν ώδυνος, περι ώδυνος. Το ω του τ.… …
2νώδυνον — νώδυνος ν(e) masc/fem acc sg νώδυνος ν(e) neut nom/voc/acc sg …
3νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο …
4νωδυνία — νωδυνία, ἡ (Α) [νώδυνος] λύτρωση από τις οδύνες, από τους πόνους …
5οδύνη — η (ΑΜ ὀδύνη) ισχυρός ψυχικός πόνος, θλίψη (α. «γιατί κακά γιατρεύουσι τσ αγάπης την οδύνη», Ερωτόκρ. β. «ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «ψυχική οδύνη» (νομ.) περιορισμός τής ψυχικής δυναμικότητας… …