νύσσα
1νύσσα — νύσσᾱ , νύσσα turning post fem nom/voc/acc dual νύσσᾱ , νύσσα turning post fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2νύσσα — (I) νύσσα, ἡ (ΑΜ) 1. (στον ιππόδρομο) α) η στήλη γύρω από την οποία έκαναν κύκλο τα άρματα καθώς κατέρχονταν από το δεξιό μέρος και έστριβαν για το αριστερό β) η στήλη από την οποία ξεκινούσαν και στην οποία τερμάτιζαν οι διαγωνιζόμενοι στην… …
3νύσσαι — νύσσα turning post fem nom/voc pl νύσσᾱͅ , νύσσα turning post fem dat sg (doric aeolic) …
4νύσσαν — νύσσᾱν , νύσσα turning post fem acc sg (doric aeolic) …
5νύσσης — νύσσα turning post fem gen sg (attic epic ionic) …
6νύσσῃ — νύσσα turning post fem dat sg (attic epic ionic) νύσσω touch with a sharp point pres subj mp 2nd sg νύσσω touch with a sharp point pres ind mp 2nd sg νύσσω touch with a sharp point pres subj act 3rd sg …
7Nysa (Anatolie) — Pour les articles homonymes, voir Nysa et Nyssa. Nysa (grc) Νῦσσα …
8Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …
9Νυσσαής — Νυσσαής, ὁ (Μ) [Νύσσα] αυτός που κατάγεται από τη Νύσσα …
10Nevşehir —   District   Uçhisar Hill and Castle, Cappadocia s highest point, near Nevşehir …