νόσῳ ἀγ
31νόσωσις — νόσωσις, ἡ (Α) νόσανσις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. ωσις μέσω *νοσῶ, όω (πρβλ. κάκ ωσις)] …
32ποδαγρικός — ή, όν, ΜΑ [ποδάγρα] 1. αυτός που αναφέρεται στην ποδάγρα ή προέρχεται από ποδάγρα (α. «εἰ ποδαγρικῷ χρήσαιτο πάθει», Φίλων β. «νόσῳ ποδαγρικῇ καταπονηθείς», Διογ. Λαέρ.) 2. αυτός χρησιμεύει για τη θεραπεία τής ποδάγρας («ποδαγρικὸν φάρμακον», Γαλ …
33προνοσώ — έω, Α [νοσῶ] αρρωσταίνω, προηγουμένως, προσβάλλομαι από νόσο πριν από κάτι …
34σαλεύω — ΝΜΑ, και, κυρίως στον Ερωτόκρ., σαλεύγω Ν [σάλος] 1. (μτβ.) α) κινώ κάτι εδώ κι εκεί, σείω, κουνώ (α. «τα κύματα σαλεύουν την βάρκα» β. «σαλεύει τρικυμιᾳ πέδον», Λυκόφρ.) β) τραντάζω («καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων», Σοφ.) 2. (αμτβ.) κινούμαι… …
35στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …
36συννοσώ — έω Α νοσώ κι εγώ («ἐκ νενοσηκότος τοῡ δέρματος καὶ ἡ θρὶξ συννοσεῑ», Αριστοτ.) …
37σύνειμι — (I) και αττ. τ. ξύνειμι Α [εἰμί] 1. είμαι ή βρίσκομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι 2. έχω σχέσεις, συναναστρέφομαι με κάποιον («τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν», Εύπ.) 3. συζώ με κάποιον («τοῑς φονεῡσι τοῡ πατρὸς ξύνειμι», Σοφ.) 4. συνουσιάζομαι 5.… …
38υπεκρέω — Α [ἐκρέω] 1. εκρέω από κάτω 2. (για πρόσ.) εξέρχομαι από κάτω («ὑπεκρυεὶς τῆς σκηνῆς», Πλούτ.) 3. παρέρχομαι βαθμιαία 4. μτφ. α) διαφεύγω β) φθείρομαι, αφανίζομαι, καταστρέφομαι («τὸν βασιλέα ταῑς ἀθυμίαις ὑπεκρέοντα καὶ τῇ νόσῳ», Ιώσ.) …
39υπονοσώ — έω, Α αρρωσταίνω κάπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νοσῶ «προσβάλλομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος»] …
40φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… …