νόσῳ ἀγ

  • 21κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν …

    Dictionary of Greek

  • 22κόρση — και κόρρη, ἡ (ΑM, Α δωρ. τ. κόρρα, αιολ. τ. κόρσα) το κεφάλι («κόρσαι ἀναύχενες», Εμπ.) αρχ. 1. το πλάγιο μέρος τής κεφαλής, ο κρόταφος («ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Ιλ.) 2. η γνάθος, το σαγόνι («τύπτειν... ἐπὶ κόρρης», Πλάτ.) 3. συν. στον πληθ. αἱ… …

    Dictionary of Greek

  • 23μήχος — μῆχος και δωρ. τ. μᾱχος, τὸ (Α) μέσον, τρόπος, βοήθημα, φάρμακο («χαλεπᾱς νόσω εὗρε τι μῆχος», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μηχανή] …

    Dictionary of Greek

  • 24μακρονοσώ — μακρονοσῶ, έω (AM) είμαι πολύ χρόνο άρρωστος, έχω παρατεταμένη, μακροχρόνια ασθένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + νοσῶ (< νόσος)] …

    Dictionary of Greek

  • 25μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… …

    Dictionary of Greek

  • 26μεμπτός — ή, ό (ΑM μεμπτός, ή, όν) [μέμφομαι] άξιος μομφής, αξιοκατάκριτος αρχ. 1. ευκαταφρόνητος («καίτοι οὐκ ἂν εἴη μεμπτὸς μισθὸς ὁ τοιοῡτος», Πλάτ.) 2. αυτός που επιρρίπτει κατηγορία εναντίον κάποιου («ὥστ εἴ τι τὠμῷ τἀνδρὶ τῇδε τῇ νόσῳ ληφθέντι… …

    Dictionary of Greek

  • 27νοσεύομαι — (ΑΜ) [νόσος] είμαι άρρωστος, νοσώ μσν. (για ρούχο) μολύνομαι από αρρώστια …

    Dictionary of Greek

  • 28νοσητήριος — νοσητήριος, ία, ον (Α) κατά τον Ησύχ.) νοσώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοσῶ + επίθημα τήριος (πρβλ. κυη τήριος)] …

    Dictionary of Greek

  • 29νόσημα — (I) το (ΑΜ νόσημα, Α ιων. τ. νούσημα, Μ και νόσημαν) [νοσώ] πάθηση οργανική ή ψυχική, απώλεια τής υγείας και τής ισορροπίας τού οργανισμού, νόσος, αρρώστια («τῶν περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὶ θεραπεῑαι», Ισοκρ.) αρχ. μτφ. α) ηθική αρρώστια… …

    Dictionary of Greek

  • 30νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… …

    Dictionary of Greek