νόμοι τε πάντες ξυνεταράχθησαν
1συνταράσσω — ΝΑ, και συνταράζω Ν, και αττ. τ. συνταράττω Α [ταράσσω] 1. προξενώ αναταραχή, διαταράσσω, ανακατεύω, κάνω άνω κάτω 2. προκαλώ μεγάλη ψυχική ταραχή, συγκλονίζω (α. «τόν συντάραξαν οι καινούργιες ειδήσεις» β. «τῷ θανάτῳ τοῡ παιδὸς συντεταραγμένος» …