νυχ-
1νυχ<ε>ία — νυχ<ε>ία, ἡ (Α) [νυχεύω] (κατά τον Ησύχ.) «νύχευμα» …
2έννυχος — ἔννυχος, ον (Α) 1. εννύχιος 2. ως επίθ. τού Άδη («τὸν ἔννυχον Ἅϊδαν» ζοφερός, σκοτεινός, Σοφ.) 3. φρ. «ἔννυχος ἠώς» ημέρα θανάτου επιγρ. 4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔννυχα στην καρδιά τής νύχτας («ἔννυχα λίαν ἀναστάς», ΚΔ). επίρρ... ἐννύχως κατά …
3αυτονυχ(ε)ί — αὐτονυχ(ε)ί επίρρ. (Α) εκείνη την ίδια νύχτα, κατά την ίδια νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + νυχ (πρβλ. νυξ) + (επιρρ. κατάλ.) (ε)ί] …
4κονταράτος — η, ο (ΑM κονταρᾱτος, η, ον) αυτός που κρατά κοντάρι, που είναι οπλισμένος με κοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάρι(ον) + κατάλ. ᾶτος (< λατ. atus), πρβλ. μελ άτος, νυχ άτος] …
5νυχαίος — νυχαῑος, αία, ον (Μ) σκοτεινός σαν τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επί θ. εμφανίζει το θ. νυχ με δασύ σύμφωνο τού νύξ, νυκτός (βλ. λ. νύχτα) + κατάλ. αῖος (πρβλ. τελευταίος)] …
6νυχαλία — νυχαλία, ἡ (Α) νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυχ τού νύξ, νυκτός + αλία] …
7νυχαυγής — νυχαυγής, ές (Α) αυτός που λάμπει κατά τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυχ τού νύξ, νυκτός με δασύ σύμφωνο (βλ. λ. νύχτα) + αυγής (< αυγή), πρβλ. χρυσ αυγής] …
8νυχεύω — (Α) διανυκτερεύω, αγρυπνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυχ τού νύξ, νυκτός με δασύ σύμφωνο (βλ. λ. νύχτα) + κατάλ. εύω] …
9νυχηβόρος — νυχηβόρος, ον (Α) (για ποντικό) αυτός που τρώει τη νύχτα ό,τι βρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυχ τού νύξ, νυκτός (βλ. λ. νύχτα + βόρος (< βορά). Το n τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] …
10νύγμα — το (Α νύγμα και νύχμα) 1. κέντημα, τσίμπημα, αμυχή, τρύπημα 2. η μικρή πληγή που προκαλείται από το τσίμπημα αρχ. 1. προσβολή τών νεύρων 2. στον πληθ. τὰ νύγματα ερεθισμοί τών αισθητήριων οργάνων ως αποτέλεσμα εξωτερικών επιδράσεων ή μεταβολών.… …
- 1
- 2