νυστακτής
1νυστακτής — νυστακτής, ὁ (Α) [νυστάζω] (για τον ύπνο) αυτός που αναγκάζει κάποιον να κλίνει το κεφάλι προς τα κάτω …
2νυστακτής — drowsy masc nom sg …
3νυστακτικώς — (Α νυστακτικῶς) [νυστακτής] επίρρ. με νυσταλέο τρόπο …
1νυστακτής — νυστακτής, ὁ (Α) [νυστάζω] (για τον ύπνο) αυτός που αναγκάζει κάποιον να κλίνει το κεφάλι προς τα κάτω …
2νυστακτής — drowsy masc nom sg …
3νυστακτικώς — (Α νυστακτικῶς) [νυστακτής] επίρρ. με νυσταλέο τρόπο …