-
1 νυσταγμένος
[нистагменос] εκ. сонливыйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νυσταγμένος
-
2 сонливый
сонли́в||ыйприл1. (сонный) νυσταλέος, νυσταγμένος, ὑπναλέος/ κοιμισμένος, νωθρός (вялый):\сонливыйый человек ὁ κοιμισμένος ἄνθρωπος·2. (любящий много спать) ὑπναλέος, ὑπνιάρης, ὑπναρας. -
3 сонный
сонн||ыйприл1. (сонливый) νυσταλέος, νυσταγμένος, ὑπναλεος/ κοιμισμένος, νωθρός (вялый):\сонныйое состояние ἡ νύστα·2. (снотворный) ὑπνωτικός, ναρκωτικός· ◊ \сонныйая артерия анат. ἡ καρωτίδα [-ίς]. -
4 сонливый
[σανλίβυΐ] εκ. νυσταγμένος -
5 сонный
[σόννυϊ] εκ. νυσταγμένος -
6 сонливый
[σανλίβυϊ] επ νυσταγμένος -
7 сонный
[σόννυϊ] επ νυσταγμένος -
8 полусонный
επ.μισοκοιμισμένος• υπναλέος, νυσταγμένος.
См. также в других словарях:
νυστάζω — νύσταξα, νυσταγμένος 1. νιώθω την ανάγκη να κοιμηθώ, έχω τάση για ύπνο: Θέλωνα πάω να κοιμηθώ, ενύσταξ η καρδιά μου (δημ. τραγ.). 2. η μτχ., νυσταγμένος αυτός που νυστάζει και, μτφ., άνθρωπος δυσκίνητος, νωθρός, οκνός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάρυπνος — η, ο Ι. 1. αυτός που έχει βαρύ ύπνο, που κοιμάται βαριά και δεν ξυπνάει εύκολα 2. εκείνος που σηκώνεται βαρύς από τον ύπνο του 3. νυσταλέος, νυσταγμένος 4. το αρσ. ως ουσ. ο βαρύς ύπνος ||. επίρρ. βάρυπνα με βαρύ ύπνο … Dictionary of Greek
νυστάζω — (ΑΜ νυστάζω) αισθάνομαι διάθεση να κοιμηθώ, κυριεύομαι από νύστα νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νυσταγμένος, η, ο α) νυσταλέος β) νωθρός, δυσκίνητος νεοελλ. μσν. βαρύνομαι («η φροντίς δεν νυστάζει», Βιζυην.) αρχ. 1. μέ παίρνει ύπνος,… … Dictionary of Greek
υπνηλός — ή, όν, ΜΑ 1. νυσταλέος, νυσταγμένος 2. μτφ. αδιάφορος («τί τὸ ὄφελος βίου εἶναι ἀλήπτου, νωθρὸν ὄντα καὶ ὑπνηλόν;», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1. όμοιος με ύπνο («ὑπνηλὸς ὁ θάνατος ἐντρέχει», Φιλόστρ.) 2. υπνωτικός. επίρρ... ὑπνηλῶς Μ νυσταλέα,… … Dictionary of Greek
νυστάζω — νυστάζω, νύσταξα, νυσταγμένος βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής