Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

νυσταγμένος

См. также в других словарях:

  • νυστάζω — νύσταξα, νυσταγμένος 1. νιώθω την ανάγκη να κοιμηθώ, έχω τάση για ύπνο: Θέλωνα πάω να κοιμηθώ, ενύσταξ η καρδιά μου (δημ. τραγ.). 2. η μτχ., νυσταγμένος αυτός που νυστάζει και, μτφ., άνθρωπος δυσκίνητος, νωθρός, οκνός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάρυπνος — η, ο Ι. 1. αυτός που έχει βαρύ ύπνο, που κοιμάται βαριά και δεν ξυπνάει εύκολα 2. εκείνος που σηκώνεται βαρύς από τον ύπνο του 3. νυσταλέος, νυσταγμένος 4. το αρσ. ως ουσ. ο βαρύς ύπνος ||. επίρρ. βάρυπνα με βαρύ ύπνο …   Dictionary of Greek

  • νυστάζω — (ΑΜ νυστάζω) αισθάνομαι διάθεση να κοιμηθώ, κυριεύομαι από νύστα νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νυσταγμένος, η, ο α) νυσταλέος β) νωθρός, δυσκίνητος νεοελλ. μσν. βαρύνομαι («η φροντίς δεν νυστάζει», Βιζυην.) αρχ. 1. μέ παίρνει ύπνος,… …   Dictionary of Greek

  • υπνηλός — ή, όν, ΜΑ 1. νυσταλέος, νυσταγμένος 2. μτφ. αδιάφορος («τί τὸ ὄφελος βίου εἶναι ἀλήπτου, νωθρὸν ὄντα καὶ ὑπνηλόν;», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1. όμοιος με ύπνο («ὑπνηλὸς ὁ θάνατος ἐντρέχει», Φιλόστρ.) 2. υπνωτικός. επίρρ... ὑπνηλῶς Μ νυσταλέα,… …   Dictionary of Greek

  • νυστάζω — νυστάζω, νύσταξα, νυσταγμένος βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»