νυμφιδίαν
1νυμφιδίαν — νυμφιδίᾱν , νυμφίδιος bridal fem acc sg (attic doric aeolic) …
2μόνανδρος — η, ο (ΑΜ μόνανδρος ον) νεοελλ. για άνθη) αυτός που έχει έναν μόνο στήμονα αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ μόνανδρος η γυναίκα που έχει ή είχε έναν μόνο σύζυγο («τὴν μόνανδρον Νυμφιδίαν», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον)ο) * ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ.… …