νυμφεύτρια
1νυμφεύτρια — νυμφεύτρια, ἡ (ΑΜ) η νύφη αρχ. η παράνυμφος, η γυναίκα που συνόδευε τη νύφη στο σπίτι τού γαμπρού και τήν περιποιούνταν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυμφεύω + επίθημα τρια (πρβλ. θηρεύ τρια)] …
2νυμφεύτρια — she who escorts the bride fem nom/voc sg …
3νυμφευτρίας — νυμφευτρίᾱς , νυμφεύτρια she who escorts the bride fem acc pl νυμφευτρίᾱς , νυμφεύτρια she who escorts the bride fem gen sg (attic doric aeolic) …
4νυμφευτρίαις — νυμφεύτρια she who escorts the bride fem dat pl …
5νυμφεύτριαν — νυμφεύτρια she who escorts the bride fem acc sg …
6СВАДЬБА — • Nuptiae, свадебные обычаи, см. Matrimonium, Брак, 4, Δα̃δες νυμφικαί, Свадебные факелы, и Άνακαλυπτήρια, Анакалиптерия. Для празднования свадеб избирали вообще зиму, как самое удобное время, и отсюда произошло название… …
7NYMPHAGOGUS — Graece Νυμφαγωγὸς, inter nuptiales Veterum personas. Uti enim, qui in Soceri aedes, ubi nuptiae fiebant, transeuntem Sponsum deducebat, Paranymphus, Graece παράνυμφος. item Νυμφευτὴς et Πἀροχος: Sic qui Sponsam, si vidua esset, ad Sponsum… …
8παράνυμφος — ο, η, ΝΜΑ, παράνυφος Ν αυτός που αλλάζει τα νυφικά στέφανα κατά την ιεροτελεστία τού γάμου, ο κουμπάρος νεοελλ. το θηλ. κόρη που συνοδεύει τη νύφη στην τελετή τού γάμου μσν. αρχ. φίλος τού γαμπρού ο οποίος τόν συνόδευε και οδηγούσε τη νύφη από το …
9παρανύμφη — ἡ, Α η γυναίκα που συνόδευε τη νύφη στο σπίτι τού γαμπρού και τήν περιποιούνταν, παράνυμφος, νυμφεύτρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νύμφη] …
10Δαίδαλα — Αρχαία γιορτή στην πόλη των Πλαταιών προς τιμήν της θεάς Ήρας. Σύμφωνα με τον Παυσανία τα Δ. διακρίνονταν στα Μικρά που γιορτάζονταν κάθε επτά χρόνια και στα Μεγάλα που γιορτάζονταν κάθε εξήντα χρόνια. Ο ίδιος ιστορικός, εξηγώντας την αιτία της… …
- 1
- 2