νυκτι-κρῠφής
1θεοκρυφής — θεοκρυφής, ές (Μ) αυτός που κρύβει τον θεό, αυτός που καλύπτει τον θεό («ἐν θεοκρυφεῖ γνόφῳ» >). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κρυφής (< κρύπτω), πρβλ. ευ κρυφής, νυκτι κρυφής] …
2ευκρυφής — εὐκρυφής, ές (Α) εύκρυπτος, αυτός που εύκολα μπορεί να τόν κρύψει κάποιος («διὰ γὰρ τὸ μέγεθος εὐκρυφές ἐστι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρυφής (< κρυφή), πρβλ. νυκτι κρυφής] …
3νυκτικρυφής — νυκτικρυφής, ές (Α) αυτός που κρύβεται κατά τη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + κρυφής (< θ. κρυφ τού κρύπτω, πρβλ. κρυφός)] …