νυκτερέτης

  • 1νυκτερέτης — νυκτερέτης, ὁ (Α) αυτός που κωπηλατεί ή ψαρεύει κατά τη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἐρέτης «κωπηλάτης» (πρβλ. αυτ ερέτης)] …

    Dictionary of Greek

  • 2νυκτερέτης — one who rows masc nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος …

    Dictionary of Greek