νοῦσος

  • 1νούσος — νοῡσος, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. νόσος …

    Dictionary of Greek

  • 2νοῦσος — νόσος sickness fem nom sg (epic ionic) νοῦσος sickness fem nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3Auf Messers Schneide stehen — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· 2 Νενίκηκά σε Σολομῶν …

    Deutsch Wikipedia

  • 4Liste griechischer Phrasen/Ny — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· …

    Deutsch Wikipedia

  • 5νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… …

    Dictionary of Greek

  • 6SYROS — hodieque Siro, maris Aegaei insul. quam Homerus Syriam vocat in Odyss. uti Strabo et Stephanus testantur Syra Sophiano adhuc dicitur. Satis culta. Sub Turcis. Habet Episcop. Latini ritus. 16. milliae. a Thera Ins. Locus Hom. est Od. O. v. 402.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 7νούσω — νόσος sickness fem nom/voc/acc dual (epic ionic) νόσος sickness fem gen sg (epic doric ionic aeolic) νοῦσος sickness fem nom/voc/acc dual νοῦσος sickness fem gen sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 8δάπτης — ο (Α δάπτης, θηλ. δάπτρια και δάπτειρα, η) [δάπτω] νεοελλ. ονομασία κολεόπτερου τής οικογένειας των καραβίδων αρχ. αυτός που κατατρώει, που καταστρέφει («δάπτρια νοῡσος») …

    Dictionary of Greek

  • 9επιπέλομαι — ἐπιπέλομαι (Α) [πελομαι] 1. επέρχομαι, προσβάλλω, επιτίθεμαι («τά τ’ ἐπ’ ἀνθρώποισι πέλονται», Ομ. Οδ.) 2. ενσκήπτω («οὐδέ τις ἄλλη νοῡσος ἐπὶ στυγερὴ πέλεται... βροτοῑσι», Ομ. Οδ.) 3. ποιητ. τ. τής μτχ. αορ. β’, ἐπιπλόμενος α) ο επερχόμενος,… …

    Dictionary of Greek

  • 10ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η …

    Dictionary of Greek