νοῦσος
31σύντροφος — ο, η / σύντροφος, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. συντρόφισσα Ν, και αττ. τ. ξύντροφος, ον, Α [συντρέφω] (κυρίως σχετικά με πρόγμ. και καταστάσεις) αυτός τον οποίο δεν αποχωρίζεται ή δεν μπορεί να αποχωριστεί κάποιος, ο στενά συνυφασμένος (α. «από τότε που… …
32τηκεδών — όνος, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. τακεδών Α (για χιόνι) τήξη, λειώσιμο («διαλυομένων ὑπὸ τῆς θερμασίας τῶν πάγων, πολλὴν τηκεδόνα γίνεσθαι», Διόδ.) αρχ. 1. μαρασμός, βαθμιαία, συνεχής φθορά τού σώματος («οὔτε τις οὖν μοι νοῡσος ἐπήλυθεν, ἥτε μάλιστα… …
33υποπτώσσω — Α 1. ὑποπτήσσω* 2. υποχωρώ λίγο («σμικρόν τι ὑποπτώξασα ἡ νοῡσος», Αρετ. Χρον. Παθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πτώσσω «φοβάμαι, ζαρώνω από φόβο»] …
34φύξιμος — ον, Α [φύξις] 1. (για τόπο) αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να καταφύγει ή από όπου μπορεί να ξεφύγει για να γλιτώσει (α. «ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι», Ομ. Οδ. β. «ἱερόν τι φύξιμον τοῖς ἀφισταμένοις κατασκευάσαντες», Πλούτ.) 2. αυτός τον οποίο… …
35νοῦσε — νόσος sickness fem voc sg (epic ionic) νοῦσος sickness fem voc sg …
36νοῦσοι — νόσος sickness fem nom/voc pl (epic ionic) νοῦσος sickness fem nom/voc pl …
37νοῦσον — νόσος sickness fem acc sg (epic ionic) νοῦσος sickness fem acc sg …
38νούσοιο — νόσος sickness fem gen sg (epic ionic) νοῦσος sickness fem gen sg (epic) …
39νούσοις — νόσος sickness fem dat pl (epic ionic) νοῦσος sickness fem dat pl …
40νούσοισι — νόσος sickness fem dat pl (epic ionic aeolic) νοῦσος sickness fem dat pl (epic ionic aeolic) …