νοῦσος

  • 11θεομόριος — θεομόριος, ία, ον, επικ. τ. θευμόριος, ίη, και ία, ον (Α) [θεόμορος] 1. ο ορισμένος από τους θεούς («θευμορίη νοῦσος» Απολλ. Ρόδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ή θευμορία το μερίδιο τού θεού ή το μερίδιο που παίρνει ο ιερέας από μια θυσία 3. το θηλ. ως ουσ …

    Dictionary of Greek

  • 12κατάρροπος — κατάρροπος, ον (AM) κατηφορικός, επικλινής αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω («ἐπὶ τὸ κατάρροπον ῥέπειν», Ιπποκρ.) 2. κρεμασμένος 3. αυτός που έχει τάση να υποχωρήσει («κατάρροπος νοῡσος», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρροπος (<… …

    Dictionary of Greek

  • 13κυκλάς — κυκλάς, άδος, ἡ (Α) [κύκλος] 1. (για την ώρα) αυτή που επανέρχεται κυκλικά 2. αυτή που περικυκλώνει κάτι 3. αυτή που περιβάλλεται από κάτι 4. μέρος αρδευτικής μηχανής 5. ως ουσ. είδος γυναικείου ενδύματος με κράσπεδο 6. φρ. «κυκλάς νοῡσος» νόσος… …

    Dictionary of Greek

  • 14κυοφορώ — (AM κυοφορῶ, έω) [κυοφόρος] 1. έχω στην κοιλιά μου έμβρυο, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («αὕτη ἡ νοῡσος ἐπὴν κυοφοροῡσῃ ἐγγίνηται, ἀποθνήσκει», Ιπποκρ.) 2. φέρω κάτι μέσα μου σε λανθάνουσα κατάσταση (α. «η κατάσταση κυοφορεί κινδύνους» β. «κυοφορεῑ καὶ …

    Dictionary of Greek

  • 15λυμαίνω — (AM λυμαίνω) [λύμη] μέσ. λυμαίνομαι επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ. γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ ἡ νοῡσος»,… …

    Dictionary of Greek

  • 16μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… …

    Dictionary of Greek

  • 17νοσοκόμος — Υπάλληλος νοσοκομείου ή ιατρικής κλινικής, που ασχολείται με την περιποίηση των ασθενών και επιβλέπει στην εφαρμογή της θεραπευτικής αγωγής που υπέδειξαν οι γιατροί. Ο μεγαλύτερος αριθμός ν. είναι γυναίκες. Η ν. εκτός από τις απαραίτητες ηθικές… …

    Dictionary of Greek

  • 18νουσαλέος — νουσαλέος, α, ον (Α) νοσηρός, νοσώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος + κατάλ. αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, θαρρ αλέος)] …

    Dictionary of Greek

  • 19νουσαχθής — νουσαχθής, ές (Α) (ποιητ. τ.) βαριά άρρωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος + αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. μολιβ αχθής οιν αχθής] …

    Dictionary of Greek

  • 20νουσοβαρής — και νοσοβαρής, ές (Α) (σχετικά με τον θάνατο) αυτός που προκλήθηκε από βαριά αρρώστια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + βαρής (< βάρος), πρβλ. θυμο βαρής] …

    Dictionary of Greek