νοίδιον
1νοίδιον — νοίδιον, τὸ (Α) 1. υποκορ. τού νους 2. νοημάτιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + υποκορ. κατάλ. ίδιον] …
2νοίδιον — neut nom/voc/acc sg …
3νοιδίων — νοίδιον neut gen pl …
4νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …