νουμηνία
1νουμηνία — νουμηνίᾱ , νουμηνία new moon fem nom/voc/acc dual νουμηνίᾱ , νουμηνία new moon fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2νουμηνίᾳ — νουμηνίαι , νουμηνία new moon fem nom/voc pl νουμηνίᾱͅ , νουμηνία new moon fem dat sg (attic doric aeolic) …
3νουμηνία — και νεομηνία, η (Α νουμηνία και ιων. τ. νεομηνία και νεμονηΐα και νομενία) η αρχή τής νέας Σελήνης και συνεπώς τού νέου σεληνιακού μήνα νεοελλ. χρονική στιγμή κατά την οποία η Σελήνη βρίσκεται σε σύνοδο, δηλαδή ανάμεσα στη Γη και στον Ήλιο, και… …
4νουμηνία — η 1. νέο φεγγάρι, νέος σεληνιακός μήνας. 2. αρχή νέου μήνα, αρχιμηνιά, πρωτομηνιά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5νουμηνίας — νουμηνίᾱς , νουμηνία new moon fem acc pl νουμηνίᾱς , νουμηνία new moon fem gen sg (attic doric aeolic) …
6νουμηνίαι — νουμηνία new moon fem nom/voc pl νουμηνίᾱͅ , νουμηνία new moon fem dat sg (attic doric aeolic) …
7νουμηνίαν — νουμηνίᾱν , νουμηνία new moon fem acc sg (attic doric aeolic) …
8νουμηνιῶν — νουμηνία new moon fem gen pl …
9νουμηνίαις — νουμηνία new moon fem dat pl …
10νουμηνίη — νουμηνία new moon fem nom/voc sg (epic ionic) …