νοτερός
1νοτερός — damp masc nom sg …
2νοτερός — ή, ό (ΑΜ νοτερός, ά, όν) γεμάτος υγρασία, υγρός (α. «κλίμα νοτερό» β. «ὁπότε χειμὼν εἴη νοτερός», Θουκ.) μσν. (για λειτουργία σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από εκκρίσεις υγρών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοτερόν η υγρασία. επίρρ... νοτερά με… …
3νοτερά — νοτερός damp neut nom/voc/acc pl νοτερά̱ , νοτερός damp fem nom/voc/acc dual νοτερά̱ , νοτερός damp fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
4νοτερώτερον — νοτερός damp adverbial comp νοτερός damp masc acc comp sg νοτερός damp neut nom/voc/acc comp sg …
5νοτερῶν — νοτερός damp fem gen pl νοτερός damp masc/neut gen pl …
6νοτερόν — νοτερός damp masc acc sg νοτερός damp neut nom/voc/acc sg …
7νοτεραῖς — νοτερός damp fem dat pl …
8νοτεραί — νοτερός damp fem nom/voc pl …
9νοτεροῖς — νοτερός damp masc/neut dat pl …
10νοτεροῖσι — νοτερός damp masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …