νοσφίδιος
1νοσφίδιος — νοσφίδιος, ία, ον (Α) 1. απομακρυσμένος, μακρινός 2. κρυφός, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσφι «μακριά, κρυφά» + κατάλ. ίδιος (πρβλ. οπισθίδιος: όπισθεν)] …
2νοσφίδιος — clandestine masc nom sg …
3νοσφιδίων — νοσφίδιος clandestine fem gen pl νοσφίδιος clandestine masc/neut gen pl …
4νοσφίδιον — νοσφίδιος clandestine masc acc sg νοσφίδιος clandestine neut nom/voc/acc sg …