νοσσός

  • 1νοσσός — νοσσός, ὁ (ΑΜ) βλ. νεοσσός …

    Dictionary of Greek

  • 2птенец — род. п. нца, ст. слав. пътеньць νοσσός, νοσσίον (Мар., Ассем., Савв)., пьтѣньць (Зогр., см. Мейе, Et. 342), чеш. рtеnес, полаб. раtėnас птица, зяблик , укр. потя, род. потяти птенец . Из праслав. *ръtēn , связанного со сл. (Мi. ЕW 269; Траутман …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 3εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 4νεοσσός — ο (ΑΜ νεοσσός και νοσσός, Α αττ. τ. νεοττός) 1. (γενικά) μικρό πουλί που μόλις βγήκε από το αβγό του («ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῡ... δύο νεοσσοὺς περιστερῶν», ΠΔ) 2. άνθρωπος ή ζώο που μόλις γεννήθηκε, νεογνό ζώου ή ανθρώπου νεοελλ. (ειδικά)… …

    Dictionary of Greek

  • 5νοσσάς — νοσσάς, ἡ (Α) νοσσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοσσός (τ. τού νεοσσός*, με υφαίρεση) + κατάλ. άς (πρβλ. νευρ άς)] …

    Dictionary of Greek

  • 6νοσσίδα — η (Α νοσσίς) μικρή στην ηλικία κότα η οποία δεν έχει συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο τής ηλικίας της, πουλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεοσσίς με υφαίρεση (πρβλ. νεοσσός: νοσσός)] …

    Dictionary of Greek

  • 7νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… …

    Dictionary of Greek

  • 8νόσσαξ — νόσσαξ, ακος, ὁ (Α) νεοσσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοσσός, τ. τού νεοσσός* με υφαίρεση (σίγηση τού ε πρό τού ο ) + επίθημα αξ (πρβλ. σκύλ αξ)] …

    Dictionary of Greek