νοσσάς

  • 1νοσσάς — νοσσάς, ἡ (Α) νοσσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοσσός (τ. τού νεοσσός*, με υφαίρεση) + κατάλ. άς (πρβλ. νευρ άς)] …

    Dictionary of Greek