-
1 νοσοκομείο
[носокомио] ουσ. о. больница.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νοσοκομείο
-
2 госпиталь
госпитальм τό νοσοκομείο[ν], τό στρατιωτικό νοσοκομείο:полевой (походный) \госпиталь τό νοσοκομείο ἐκστρατείας. -
3 больница
-ы θ.νοσοκομείο•детская больница νοσοκομείο για τα παιδιά (των παίδων)•
выписаться из -ы βγαίνω άπο το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο.
-
4 больница
больница ж το νοσοκομείο направление в \больницау το εισιτήριο νοσοκομείου* * *жτο νοσοκομείοнаправле́ние в больни́цу — το εισιτήριο νοσοκομείου
-
5 госпиталь
-
6 класть
класть в разн. знач. βάζω \класть в больницу βάζω στο νοσοκομείο \класть на место τοποθετώ* * *в разн. знач.класть в больни́цу — βάζω στο νοσοκομείο
класть на ме́сто — τοποθετώ
-
7 лежать
лежать 1) πλαγιάζω, ξαπλώνω 2) (находиться) βρίσκομαι· \лежать в больнице βρίσκομαι στο νοσοκομείο· где лежат мой вещи? πού βρίσκονται τα πράγματα μου;* * *1) πλαγιάζω, ξαπλώνω2) ( находиться) βρίσκομαιлежа́ть в больни́це — βρίσκομαι στο νοσοκομείο
где лежа́т мои́ ве́щи? — πού βρίσκονται τα πράγματά μου
-
8 отделение
отделение с 1) (часть помещения, филиал) το τμήμα* το διαμέρισμα· το παράρτημα* \отделение милиции το τμήμα πολιτοφυλακής* почтовое \отделение το ταχυδρομείο· приёмное \отделение η αίθουσα παραλαβής ασθενών ( στο νοσοκομείο) 2) (концерта) το μέρος* * *с1) (часть помещения, филиал) το τμήμα; το διαμέρισμα; το παράρτημαотделе́ние мили́ции — το τμήμα πολιτοφυλακής
почто́вое отделе́ние — το ταχυδρομείο
приёмное отделе́ние — η αίθουσα παραλαβής ασθενών (στο νοσοκομείο)
2) ( концерта) το μέρος -
9 выписать
пишу, -пишешь, ρ.σ.μ.1. αντιγράφω (περικοπές, αποσπάσματα), ξεσηκώνω.2. καθαρογράφω. || σχεδιάζω, παρασταίνω με επιμέλεια.3. γράφω, δίνω έγγραφο•выписать квитанцию δίνω απόδειξη•
выписать счет δίνω γραπτό λογαρισμό.
4. γράφομαι, εγγράφομαι συνδρομητής•выписать газету, журнал γράφομαι συνδρομητής στην εφημερίδα, στο περιοδικό.
5. δίνω εξιτήριο•выписать из госпиталя δίνω εξιτήριο από το στρατιωτικό νοσοκομείο.
1. παίρνω εξιτήριο•он -лся из госпиталя πήρε εξιτήριο από το στρατιωτικό νοσοκομείο.
2. παλ. χάνω τη συγγραφική λογοτεχνική ικανότητα. -
10 стационарный
επ.1. σταθερός, μόνιμος• ακίνητος•-ая больница μόνιμο νοσοκομείο.
2. νοσηλευόμενος στο νοσοκομείο (αντώνυμο του προσερχόμενου για θεραπεία). || μόνιμος•врач γιατρός του νοσοκομείου.
-
11 больница
το νοσοκομείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > больница
-
12 интернатура
η περίοδος που ο ιατρός αρχίζει να εξασκεί το επάγγελμα του και εκπαιδεύεται στο νοσοκομείοη (υποχρεωτική) ιατρική πρακτική εξάσκηση (μετά την ιατρική σχολή)разг. το αγροτικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интернатура
-
13 больиица
больии||цаж τό νοσοκομεῖο[ν]. -
14 выписываться
выписывать||ся1. διαγράφομαι, σβύνομαι:\выписыватьсяся из домовой книги διαγράφομαι ἀπό τόν κατάλογο ἐνοικων2. (из больницы) βγαίνω ἀπό τό νοσοκομείο. -
15 госпитализация
госпитализацияж ἡ είσαγωγή στό νοσοκομείο. -
16 класть
кластьнесов1. θέτω, τοποθετώ, βάζω:\класть больного в больницу βάζω τόν ἀρρωστο στό νοσοκομείο· \класть деньги в банк τοποθετώ χρήματα στήν τράπεζα·2. (складывать, сооружать) χτίζω, οίκοδο-μῶ, στήνω:\класть печь χτίζω σόμπα· \класть фундамент βάζω τό θεμέλιο· ◊ \класть в основу βάζω σάν βάση· \класть на му́зыку μελοποιώ· \класть зубы на полку разг ψωμαζώ, σφίγγω τό ζωνάρι· \класть под сукно βάζω στό χρονοντούλαπο. -
17 лежать
леж||а́тьнесов1. εἶμαι ξαπλωμένος, κοί-τομαι, κεΐμαι, πλαγιάζω:\лежать на траве πλαγιάζω ἐπάνω στά χόρτα· \лежать в больнице βρίσκομαι στό νοσοκομείο·2. (быть расположенным) βρίσκομαι, εὐρίσκομαι, είμαι:город \лежатьит на берегу́ моря ἡ πόλη βρίσκεται στήν ἀκροθαλασσιά, ἡ πόλη εἶναι παραθαλάσσια·3. (на ком-л.\лежатьоб обязанностях, заботах и т. п.):<§ти обязанности \лежатьат на нем αὐτά εἶναι δικά του καθήκοντα· ◊ \лежать в основе ἀποτελώ τή βάση. -
18 ложиться
ложитьсянесов πλαγιάζω, ξαπλώνομαι, κατακλίνομαι:\ложиться в постель πλαγιάζω στό κρεββάτΓ \ложиться спать πέφτω νά κοιμηθώ· \ложиться в больницу μπαίνω στό νοσοκομείο. -
19 направлять
направлятьнесов1. ὀδηγῶ, κατευθύνω; \направлять Ду́ло пистолета κατευθύνω τήν κάνη τοῦ πιστολιού· \направлять внимание στρέφω τήν προσοχή· \направлять разговор в определенное ру́сло κατευθύνω τήν συζήτηση σέ ὁρισμένο κανάλι·2. (посылать) στέλνω, στέλλω:\направлять больного в больницу στέλνω τόν ἄρρωστο στό νοσοκομείο· \направлять заявление στέλνω αίτηση· \направлять на работу στέλνω στή δουλειά·3. (оттачивать) ἀκονίζω:\направлять бритву ἀκονίζω τό ξουράφι· ◊ \направлять путь κατευθύνομαι. -
20 полевой
полев||о́йприл1. ἀγροτικός:\полевойые работы ἡ δουλειά στό χωράφι, οἱ ἀγροτικές ἐργασίες· \полевойые цветы τά ἀγριολούλουδα·2. воен. πεδινός:\полевойг*я артиллерия τό πεδινό πυροβολικό· \полевой госпиталь τό νοσοκομείο ἐκστρατείας· \полевойа́я почта τό στρατιωτικό ταχυδρομείο· \полевой бинокль ἡ διόπτρα (или τά κιάλια) ἐκστρατείας· ◊ \полевой шпат мин. ὁ ἀστερίας.
См. также в других словарях:
νοσοκομείο — Ίδρυμα περίθαλψης και νοσηλείας ασθενών. Τα πρώτα νοσοκομειακά ιδρύματα ταυτίζονται στην αρχαία Ελλάδα με τους ναούς του Ασκληπιού, που συγκέντρωναν τους πάσχοντες, οι οποίοι περίμεναν την ίασή τους από τη θεία επέμβαση, από διάφορες δρόγες και… … Dictionary of Greek
νοσοκομείο — το ίδρυμα, όπου νοσηλεύονται άρρωστοι: Kρατικό νοσοκομείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γενικό Νοσοκομείο Μποδοσάκειο — Οικισμός (108 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται κοντά στην Πτολεμαΐδα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πτολεμαΐδας … Dictionary of Greek
νοσοκομειακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νοσοκομείο («νοσοκομειακή περίθαλψη») 2. φρ. α) «νοσοκομειακός γιατρός» γιατρός με πλήρη ή κύρια απασχόληση σε νοσοκομείο β) «νοσοκομειακή ιατρική» ιατρική που ασκείται στα νοσοκομεία γ) «νοσοκομειακό… … Dictionary of Greek
Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… … Dictionary of Greek
Τοσίτσας — Επώνυμο εθνικών ευεργετών από το Μέτσοβο της Ηπείρου. Αναφέρονται και με το επώνυμο Τοσίτζας. 1. Μιχαήλ (1787 – 1856). Σε ηλικία 10 χρόνων εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ο πατέρας του είχε κατάστημα επεξεργασίας γουναρικών. Εκεί, φοιτούσε σε … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Университет Аристотеля в Салониках — Университет имени Аристотеля в Салониках греч. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης … Википедия
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
σωτηρία — I Ρωμαϊκή θεότητα (Salus). Η πρώτη αναφορά της γίνεται στα έπη των Σαλίων, μαζί με της Ειρήνης και της Ομόνοιας. Οι τρεις αυτές θεές προστάτευαν την κοινωνία και την πολιτεία. Αργότερα ταυτίστηκε με τη θεά Τύχη (Fortuna) και στον 3o π.Χ. αι.… … Dictionary of Greek