νοσηρά

  • 1δυσανεξία — η κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός δεν ανέχεται ορισμένες ουσίες ή φυσικά ερεθίσματα και εκδηλώνει διάφορα νοσηρά συμπτώματα …

    Dictionary of Greek

  • 2επίφυτος — η, ο [επιφύω] αυτός που αναπτύσσεται πρόσθετα ή νοσηρά πάνω σε κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 3νοσηματικός — νοσηματικός, ή, όν (Α) [νόσημα] 1. νοσηρός, φιλάσθενος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νοσηματικά τα νοσήματα. επίρρ... νοσηματικῶς (Α) με νοσηματικό τρόπο, νοσηρά …

    Dictionary of Greek

  • 4φανέρωμα — το, Ν [φανερώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φανερώνω, αποκάλυψη («το φανέρωμα τής κατάχρησης») 2. εμφάνιση, παρουσίαση 3. εκδήλωση («οι τόσο συχνές ληστείες τραπεζών αποτελούν νοσηρά φανερώματα τής κοινωνίας μας») …

    Dictionary of Greek

  • 5Κινγκ, Στίβεν — (Stephen Edwin King, Πόρτλαντ 1947 –). Αμερικανός συγγραφέας μυθιστορημάτων φαντασίας και τρόμου, σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Με τα βιβλία του, που έχουν πραγματοποιήσει πολύ μεγάλες πωλήσεις και έχουν μεταφερθεί πολλές φορές στον κινηματογράφο …

    Dictionary of Greek