1νοσημάτιον — νοσημάτιον, τὸ (Α) [νόσημα] νόσος ελαφράς μορφής, μικροαρρώστια …
Dictionary of Greek
2νοσημάτιον — neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)