-
1 санитар
ο νοσοκόμος, ο νοσηλευτής, -ка η νοσοκόμα, η νοσηλεύτρια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > санитар
-
2 няня
См. также в других словарях:
νοσηλευτής — ο, θηλ. νοσηλεύτρια άτομο που νοσηλεύει ασθενή, νοσοκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοσηλεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek