νομ-ιστί

  • 1κοτυλιστί — και κατυλειστί (Α) επιρρ. κατά κοτύλη, λειανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτυλίζω + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ιππ ιστί, νομ ιστί)] …

    Dictionary of Greek

  • 2τετραποδιστί — ΜΑ επίρρ. τετραποδητί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, οδος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ἱππ ιστί, νομ ιστί)] …

    Dictionary of Greek