νομ-ή

  • 41ιδιοποίηση — (Νομ.). Όρος που αναφέρεται στο ποινικό δίκαιο (άρθρο 375 Ποινικού Κώδικα), για τα αδικήματα κατά της περιουσίας (κλοπή, υπεξαίρεση κλπ.). Εκεί προβλέπεται η ποινή για όποιον ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα. Η ι.… …

    Dictionary of Greek

  • 42ιεραρχία — (Νομ.). Θεσμός του διοικητικού δικαίου, βάσει του οποίου είναι οργανωμένο το συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα. Πρόκειται για την οργάνωση των υπηρεσιών κατά βαθμίδες για το προσωπικό, με τέτοιον τρόπο ώστε οι υφιστάμενοι να ασκούν τα καθήκοντά… …

    Dictionary of Greek

  • 43ιθαγένεια — (Νομ.). Όρος που υποδηλώνει τον νομικό δεσμό του ατόμου με το κράτος. Η εναλλακτική του ονομασία είναι υπηκοότητα. Η ι. είναι θεσμός που αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση του ατόμου, ενώ ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το δημόσιο δίκαιο. Η ι.… …

    Dictionary of Greek

  • 44ισοβιότητα — (Νομ.). Νομική σχέση ή κατάσταση η οποία, όταν είναι προορισμένη να διαρκέσει σε όλη τη ζωή του προσώπου στο οποίο αναφέρεται, λέγεται ότι είναι ισόβια. * * * η η ιδιότητα τού ισόβιου, το αμετακίνητο δικαίωμα ή προνόμιο κάποιου να διατηρεί μια… …

    Dictionary of Greek

  • 45καταπίεση — (Νομ.). Ποινικό αδίκημα, το οποίο θεωρείται ότι μπορεί να διαπράξει μόνο υπάλληλος (delictum proprium) και αναφέρεται στην είσπραξη μη οφειλόμενων φόρων, δασμών, τελών και άλλων φορολογημάτων, δικαστικών εξόδων και οποιωνδήποτε δικαιωμάτων, παρά… …

    Dictionary of Greek

  • 46κατιόντες — (Νομ.). Οι συγγενείς εξ αίματος από την ευθεία γραμμή προς τα κάτω (παιδιά, εγγόνια κλπ.). Για τους κ. υπάρχουν οι αντίστοιχες με τους ανιόντες νομικές σχέσεις. Επιπρόσθετα, υπάρχουν και άλλες ειδικότερες ρυθμίσεις, όπως οι δωρεές προς αυτούς,… …

    Dictionary of Greek

  • 47κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… …

    Dictionary of Greek

  • 48κράτηση — (Νομ.). Μία από τις ποινές στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η διάρκεια της οποίας ορίζεται από τον ποινικό νόμο για τα πταίσματα και μπορεί να οριστεί από μία ημέρα έως έναν μήνα. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών και, σε περίπτωση… …

    Dictionary of Greek

  • 49μήνυση — (Νομ.). Η από μέρους του παθόντος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου καταγγελία στις αρμόδιες διωκτικές αρχές (εισαγγελέα, αστυνομία κ.ά.) μιας αξιόποινης πράξης, της οποίας ο μηνυτής έλαβε γνώση με οποιονδήποτε τρόπο. Ο όρος μ. χρησιμοποιείται για… …

    Dictionary of Greek

  • 50μαστροπεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, μ. θεωρείται κάθε πράξη που αποβλέπει στη διαφθορά της νεότητας και στην ενίσχυση της πορνείας. Οι ερμηνευτές του Ειδικού Ποινικού Δικαίου διακρίνουν τη μ. σε δυο κύριες κατηγορίες, στην απλή και στη… …

    Dictionary of Greek