νομ-ή

  • 21αγανάκτηση — (Νομ.).Σε αδικήματα απλής σωματικής βλάβης ή εξύβρισης, ο δράστης μπορεί να απαλλαγεί, αν αποδειχτεί ότι παρασύρθηκε στην πράξη του από δικαιολογημένη α. για κάποια εναντίον του ενέργεια του θύματος, ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση. * * * και… …

    Dictionary of Greek

  • 22αγώγιμο — (Νομ.) η δυνατότητα να ασκηθεί αγωγή για το επίδικο δικαίωμα (αγώγιμο δικαίωμα) …

    Dictionary of Greek

  • 23ακροατήριο — (Νομ.). Ως δικαστικός όρος, σημαίνει την αίθουσα όπου διεξάγονται οι δίκες. Είναι ο χώρος όπου συνεδριάζει το δικαστήριο για να ερευνήσει την υπόθεση και να απαγγείλει την απόφαση. Εκεί εξετάζονται οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες (αν… …

    Dictionary of Greek

  • 24ακυρότητα — (Νομ.). Η νομική πράξη κατά την οποία λείπει κάποιο νομικό ή πραγματικό στοιχείο, που την κάνει νομικά ανύπαρκτη. Η α. διακρίνεται σε απόλυτη (όταν προτείνεται από καθένα που έχει έννομο συμφέρον και εναντίον καθενός) και σε σχετική (όταν… …

    Dictionary of Greek

  • 25αμνηστία — (Νομ.).Πράξη επιείκειας, με την οποία το κράτος παραιτείται από το δικαίωμά του να τιμωρήσει ορισμένα αδικήματα και ορίζει ότι δεν θα διώξει τους υπεύθυνους ή διακόπτει την εκτέλεση καταδίκης που έχει ήδη επιβληθεί με συγκεκριμένη δικαστική… …

    Dictionary of Greek

  • 26ανανέωση — (Νομ.).Σημαίνει σύμβαση με την οποία καταργείται μία ενοχή και στη θέση της εισάγεται μια νέα. Μπορεί να αλλάζει και ένα από τα πρόσωπα των αρχικών συμβαλλομένων, μπορεί και όχι. Για να είναι η α. ισχυρή, πρέπει να έχει κάποιον σκοπό που να… …

    Dictionary of Greek

  • 27αντιφώνηση — (Νομ.). Όρος του ρωμαϊκού δικαίου. Σημαίνει την υπόσχεση του οφειλέτη (ή ενός τρίτου που ενεργεί για χάρη του οφειλέτη) προς τον δανειστή ότι θα εκπληρώσει την παροχή που του οφείλει. Η υπόσχεση αυτή δεν καταργεί την ενοχή που προϋπάρχει, αλλά… …

    Dictionary of Greek

  • 28απειλή — (Νομ.). Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει και τιμωρεί με φυλάκιση έως δύο ετών εκείνον που απειλεί άλλον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη σε βαθμό τέτοιο που να του δημιουργεί τρόμο ή ανησυχία. Στοιχείο του αδικήματος αυτού δεν είναι η άσκηση… …

    Dictionary of Greek

  • 29αργία — (Νομ.). H προσωρινή διακοπή της εργασίας λόγω εορτών κ.ά. Στο δίκαιο α. λέγεται η κατάσταση υπαλλήλου που δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του, επειδή έχει καταδικαστεί ή είναι υπόδικος. Στο εκκλησιαστικό δίκαιο, α. είναι η ποινή κληρικού, στη… …

    Dictionary of Greek

  • 30αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… …

    Dictionary of Greek