νομῆες
1νομῆες — νομεύς herdsman masc nom/voc pl (epic ionic) …
2ενδίημι — ἐνδίημι (Α) διεγείρω, εξερεθίζω («οἱ δὲ νομῆες αὔτως ἐνδίεσαν ταχέας κύνας ὀτρύνοντες», Ομ. Ιλ.) …
3επιτρομώ — ἐπιτρομῶ, έω (Α) τρέμω, φοβάμαι κάτι («ἐπιτρομέουσι νομῆες χειμάρρους» οι βοσκοί τρέμουν τους χειμάρρους, Κόιντ.) …
4κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …
5κτέανον — κτέανον, τὸ (Α) 1. κτήμα, περιουσία (α. «ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾱν κτέανον», Πίνδ. β. «εἴ κεν ἀπ ἀλλοτρίων κτεάνων ἀεσίφρονα θυμὸν εἰς ἔργον τρέψας μελετᾷς βίου», Ησίοδ.) 2. (για ποίμνια) κτήνος (ἥντινά οἱ κτεάνων κομιδὴν έτίθεντο νομῆες», Θεόκρ …