νομικός
1νομικός — relating to laws masc nom sg …
2νομικός — ή, ό, θηλ. και ός, μόνο ως ουσ. (Α νομικός, ή, όν) [νόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόμο ή σε ζητήματα σχετικά με τους νόμους (α. «νομικός σύμβουλος» β. «ἤθεσι τέθραφθε νομικοῑς σύ τε καὶ ὅδε», Πλάτ.) 2. αυτός που οφείλει την ύπαρξή… …
3νομικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νόμους: Αυτό είναι νομικό θέμα. 2. αυτός που υπάρχει κατά το νόμο: Τα σωματεία είναι νομικά πρόσωπα. 3. ως ουσ., νομικός, ο, η επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη, την ερμηνεία και εφαρμογή των… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Νομικός, Χριστόφορος — (1883 – 1951). Ιστορικός συγγραφέας. Ο Χ.Ν. είναι ο μόνος Έλληνας ιστορικός που ασχολήθηκε αποκλειστικά με την ιστορία των Αράβων. Ζούσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και, παράλληλα προς την επαγγελματική του δραστηριότητα, ενδιαφέρθηκε αρχικά με …
5νομικά — νομικός relating to laws neut nom/voc/acc pl νομικά̱ , νομικός relating to laws fem nom/voc/acc dual νομικά̱ , νομικός relating to laws fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6νομικώτερον — νομικός relating to laws adverbial comp νομικός relating to laws masc acc comp sg νομικός relating to laws neut nom/voc/acc comp sg …
7νομικῶν — νομικός relating to laws fem gen pl νομικός relating to laws masc/neut gen pl …
8νομικόν — νομικός relating to laws masc acc sg νομικός relating to laws neut nom/voc/acc sg …
9νομικώτατα — νομικός relating to laws adverbial superl νομικός relating to laws neut nom/voc/acc superl pl …
10αυτοβοήθεια — Νομικός όρος που σημαίνει το δικαίωμα που έχει ένα άτομο να υπερασπίζεται τον εαυτό του, όταν η ζωή του ή η ελευθερία του βρίσκονται σε κίνδυνο εξαιτίας των εχθρικών ενεργειών κάποιου άλλου ή άλλων ατόμων. Η α. αποτελεί, κατ’ επέκταση, δικαίωμα… …