νομικός

  • 81ANTIGRAPHEUS — Graece Ἀντιγραφἐὺς, in Gloss. dictator, rescriptor est; non scriba, ut quidam vertunt. Tantum enim Antigrapheus a scriba differt, quantum dictator a librario. Habebantque Ἀντιγραφεῖς sub se librarios et scribas, eosque qui scrinium gerebant.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 82NOMICUS — Graece, Νομικὸς, item Νομοφύλαξ, in Vitis Patrum, dispensatorem significat, forte quia in distributione Leges Monasticas praescriptas, quae Graecis Νόμοι, observabat, Alii Cantorum Praefectum fuisse volunt, Macer. in Hierol …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 83Αθηναίος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αττάλου Α’ και αδελφός του βασιλιά Ευμένη της Περγάμου. 2. Στρατηγός του Αντιγόνου, που κατατρόπωσε τους Ναβαταίους Άραβες το 312. 3. Μαθηματικός, σύγχρονος του Αρχιμήδη. Έζησε το 200 π.Χ. και του αποδίδουν …

    Dictionary of Greek

  • 84άλωση — η (AM ἅλωσις) εκπόρθηση, κατάκτηση, κατάληψη, καταστροφή νεοελλ. (ειδικότερα) η Άλωση η άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως μσν. (για πρόσωπα) σύλληψη, αιχμαλωσία αρχ. 1. (για ζώα) άγρευση, σύλληψη 2. τα μέσα για την εκπόρθηση μιας πόλης 3. (ως νομικός… …

    Dictionary of Greek

  • 85αλώσιμος — η, ο (Α ἁλώσιμος, ον) αυτός που μπορεί να κυριευθεί (για άψυχα) ή να συλληφθεί (για έμψυχα), ο ευάλωτος αρχ. 1. αυτός που εύκολα εξαπατάται 2. εύληπτος, κατανοητός 3. (ως νομικός όρος) αυτός που υπόκειται σε καταδίκη 4. αυτός που αναφέρεται ή… …

    Dictionary of Greek

  • 86αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 87αντιμωλία — (ορθότερα, κατ’ αντιμωλίαν). Παλαιός αλλά καθιερωμένος, αποκλειστικά νομικός όρος που χρησιμοποιείται για να διατυπώσει συνοπτικά το γεγονός ότι μια δίκη έγινε ή διεξάγεται με τους διαδίκους παρόντες. To αντίθετο είναι η ερήμην δίκη. * * * η… …

    Dictionary of Greek

  • 88αντινομικός — η, ό (Α ἀντινομικός, ή, όν) αυτός που αναφέρεται στη σύγκρουση δύο νόμων ή στην ασάφεια των διατάξεων ενός νόμου νεοελλ. λέγεται για προτάσεις, καταστάσεις κ.λπ. που είναι αντιφατικές, αλληλοσυγκρουόμενες, αλληλοαναιρούμενες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ.… …

    Dictionary of Greek

  • 89αυτοδικία — Αξιόποινο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Συνίσταται στην ικανοποίηση από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο (αυτογνώμονα) μιας αξίωσης σχετικά με δικαίωμα που έχει πραγματικά ή οικειοποιείται με την… …

    Dictionary of Greek

  • 90βλαστός — I Επώνυμο λογίων, από διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, κυρίως κρητικής καταγωγής. 1. Αλέξανδρος (1816 – 1844). Γιατρός από τη Χίο. Το 1822 κατέφυγε στην Τεργέστη για να αποφύγει τους διωγμούς των Τούρκων. Ο ίδιος σπούδασε ιατρική στη… …

    Dictionary of Greek