νομικός

  • 71Πολυζωίδης, Αναστάσιος — (Μελένικο 1802 – Αθήνα 1873). Έλληνας λόγιος, πολιτικός και νομικός. Σπούδασε στο Μελένικο (όπου είχε δασκάλους τον Μετσοβίτη Αδάμ Τσαπέκο και τον Γιαννιώτη λόγιο Χριστόφορο Φιλητά), στις Σέρρες (όπου μαθήτευσε κοντά στον Μηνά Μηνωίδη) και από το …

    Dictionary of Greek

  • 72Πράτσικας, Χρήστος — (Πάτρα 1888 – Αθήνα 1970). Έλληνας νομικός. Τακτικός καθηγητής Αστικού δικαίου στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1939), δημοσίευσε πολυάριθμα έργα μεταξύ των οποίων: Περί της εξ αδιαθέτου διαδοχής (1923), Περί δεδικασμένου κατά το… …

    Dictionary of Greek

  • 73Σβώλος, Αλέξανδρος — Έλληνας νομικός και πολιτικός (Κρούσοβο, Μακεδονία 1892 Αθήνα 1956). Αριστούχος διδάκτορας της νομικής σχολής του πανεπιστήμιου Αθηνών το 1915, με τη διατριβή Το δικαίωμα του συνεταρίζεσθαι και το δίκαιον των σωματείων κατά το σύνταγμα και τον… …

    Dictionary of Greek

  • 74Τενεκίδης, Κυριάκος — (1878 – 1947). Νομομαθής και διεθνολόγος. Καταγόταν από τη Σμύρνη. Σπούδασε νομικά στη Γαλλία, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας του πανεπιστημίου του Παρισιού. Το 1905 εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη, όπου και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, ενώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 75Φιλάρετος, Γεώργιος — (Χαλκίδα 1848 – Αθήνα 1929). Έλληνας νομικός, πολιτικός και δημοσιογράφος. Απόφοιτος και διδάκτορας (1871) της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας, ασχολήθηκε περισσότερο με τη δημοσιογραφία και την πολιτική παρά με τη δικηγορία που… …

    Dictionary of Greek

  • 76Χαμουδόπουλος, Αρμόδιος — (1861 – 1924). Νομομαθής που καταγόταν από τη Σμύρνη. Μετά το τέλος των γυμνασιακών σπουδών του στην Ευαγγελική Σχολή, γράφτηκε στη Nομική του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας το 1885. Από τότε άσκησε το δικηγορικό… …

    Dictionary of Greek

  • 77ՕՐԻՆԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 1034 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 12c, 14c ա.գ. νομικός legalis, legisperitus. Օրէնսգէտ. օրինաց վարդապետ. տե՛ս եւ ՆՈՄԻԿՈՍ. LACKING 6 lines ՕՐԻՆԱԿԱՆ. νομικός, κή, κόν legalis, le. Յանկաւոր… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 78ՕՐԻՆԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 1035 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 12c ա. νόμιμος, νόμιος, ἕννομος legitimus, justus, aequus, debitus. Որ ինչ է ըստ օրինաց կամ ըստ օրինի. իրաւացի. վայելչական. պատշաճ. նուիրական. ... *Զկրօնսն …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 79Arsenius the Great — Infobox Saint name=Saint Arsenius birth date=350 354 death date=445 feast day=May 8 (Eastern Orthodox Church) July 19 (Roman Catholic Church) 13 Pashons (Coptic Orthodox Church) venerated in=Roman Catholic Church Eastern Orthodox Churches… …

    Wikipedia

  • 80Протонотарий — первый или главный секретарь высшей судебной инстанции; в Константинопольском патриархате второе после патриарха лицо. В средние века протонотарий, входя в состав второй пентады (пятерицы), заведовал входящими и исходящими бумагами, относившимися …

    Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона