νομικός

  • 51Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …

    Dictionary of Greek

  • 52Γιαννόπουλος, Ευάγγελος — (Μυγδαλιά Αρκαδίας 1918 –). Νομικός και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, καθώς επίσης ποινικολόγος, συνταγματολόγος, αστικολόγος και εκδότης της νομικής εφημερίδας… …

    Dictionary of Greek

  • 53Γκίνης, Δημήτριος — (1890 – 1978).Νομικός και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά και φιλολογία στα πανεπιστήμια της Αθήνας και της Λειψίας. Το 1960 αναγορεύτηκε διδάκτορας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ως νομικός ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την έρευνα της… …

    Dictionary of Greek

  • 54Γουλιμής, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1886 – 1963).Νομικός και βοτανολόγος. Ο Γ. υπήρξε διακεκριμένος μελετητής της ελληνικής χλωρίδας. Καταγόταν από ιστορική οικογένεια του Μεσολογγίου και σπούδασε νομικά στην Αθήνα, στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στη Ρώμη. Μετά… …

    Dictionary of Greek

  • 55Δουκάκης, Μάικλ Στάνλεϊ — (Michael Stanley Dukakis, Μπρούκλιν, Μασαχουσέτη 1933 –). Ελληνοαμερικανός νομικός και πολιτικός. Σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια Χάρβαρντ και Σουόρθμορ. Παράλληλα με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος ασχολήθηκε με την πολιτική. Ως… …

    Dictionary of Greek

  • 56εκλογές — Με τον όρο αυτό ονομάζεται στο νεότερο συνταγματικό δίκαιο η διαδικασία επιλογής των αντιπροσωπευτικών οργάνων του κράτους και των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία στηρίζεται στην ψήφο των πολιτών. Η διάδοση του θεσμού των ε.… …

    Dictionary of Greek

  • 57Ζηλήμων, Αντώνιος — (1868 – 1944). Νομικός. Άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα στην Αθήνα ως συνεργάτης του Γ. Μομφεράτου και από το 1891 ακολούθησε τον δικαστικό κλάδο. Το 1906 έγινε πρόεδρος πρωτοδικών, το 1907 εφέτης και το 1922 πρόεδρος του Αρείου Πάγου, θέση την… …

    Dictionary of Greek

  • 58Κοντογιαννόπουλος, Βασίλης — (Αμαλιάδα 1942 –). Νομικός και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο πανεπιστήμιο και στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παρισιού. Ως φοιτητής συμμετείχε ενεργά στο… …

    Dictionary of Greek

  • 59Κουμάντος, Γεώργιος — (Αθήνα 1925 –). Νομικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Αμβούργου, όπου και αναγορεύθηκε διδάκτορας. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941 44)… …

    Dictionary of Greek

  • 60Κρανιδιώτης, Γιάννος — (Λευκωσία Κύπρου 1947 – 1999). Κύπριος πολιτικός και νομικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ των ΗΠΑ και στο πανεπιστήμιο Σάσεξ στην Αγγλία· αργότερα ανακηρύχθηκε διδάκτορας διεθνών… …

    Dictionary of Greek