νομικός

  • 41νομικώτερος — νομικός relating to laws masc nom comp sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 42Καλλιγάς, Παύλος — (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1896). Νομικός, πολιτικός και ιστορικός. Σπούδασε στην Τεργέστη, όπου είχε μεταναστεύσει η οικογένειά του, και αργότερα στη Γενεύη, στο Μόναχο, στο Βερολίνο και στη Χαϊδελβέργη. Μαθητής, στο Βερολίνο, του εγελιανού νομικού… …

    Dictionary of Greek

  • 43Σωμερίτης — Επώνυμο οικογένειας από τη Ζάκυνθο, που είχε καταχωρηθεί το 1587 στο βιβλίο των ευγενών. Αξιολογότερα μέλη της ήταν οι επόμενοι: 1. Αντώνιος. Σπούδασε στην Ιταλία και ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Διετέλεσε εφέτης στα χρόνια της αγγλικής… …

    Dictionary of Greek

  • 44Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… …

    Dictionary of Greek

  • 45αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …

    Dictionary of Greek

  • 46Καλούτσης — I Επώνυμο οικογένειας λογίων από την Κρήτη. 1. Εμμανουήλ (1755 – 1853). Νομικός. Σπούδασε στην Πάντοβα και εργάστηκε ως υπάλληλος διαφόρων δικαστικών υπηρεσιών και ως υποπρόξενος στα Κύθηρα. 2. Ιωσήφ (Βενετία 1810 – 1883). Νομικός. Σπούδασε στην… …

    Dictionary of Greek

  • 47δικαστής — Όρος που στη συνήθη του έννοια σημαίνει τον δημόσιο λειτουργό, o οποίος αποτελεί μέλος της δικαστικής αρχής και με την ιδιότητά του αυτή έχει δικαστικές αρμοδιότητες. Αντίθετα, υπό στενή έννοια ο όρος αφορά τους δημόσιους λειτουργούς που είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 48δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… …

    Dictionary of Greek

  • 49νομικείος — νομικεῑος, ὁ (Α) 1. νομικός 2. συμβολαιογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομικός + κατάλ. εῖος (πρβλ. οικ είος)] …

    Dictionary of Greek

  • 50Βαλσαμάκης — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινής καταγωγής, που διασκορπίστηκε στην Κρήτη, τα Ιόνια νησιά και τη Δύση. 1. Γεράσιμος (19ος αι.). Όσο ήταν σπουδαστής στην Πίζα της Ιταλίας, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αντίθεση μεταξύ Κοραή και Κοδρικά για το… …

    Dictionary of Greek