νομικός

  • 121ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …

    Dictionary of Greek

  • 122πεζονομικός — ή, όν, Α 1. αυτός που είναι ικανός, κατάλληλος ή αρμόδιος για τη βοσκή ή τη συντήρηση χερσαίων ζώων 2. φρ. «ἡ πεζονομικὴ ἐπιστήμη» η τέχνη ή η εμπειρία σχετικά με την οικονομία και περιποίηση τών χερσαίων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + νομικός (< …

    Dictionary of Greek

  • 123ποινικολόγος — ο, η, Ν 1. νομικός ο οποίος είναι ειδικευμένος στο ποινικό δίκαιο 2. δικηγόρος ο οποίος συνήθως αναλαμβάνει ποινικές υποθέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποινικός + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ν. Ι. Σαρίπολο] …

    Dictionary of Greek

  • 124πραγματικός — ή, ό / πραγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρᾱγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα, που συμφωνεί με την πραγματικότητα 2. αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο αληθινός, ο αντικειμενικός («πραγματική ιστορία») νεοελλ. 1. (νομ.) αυτός… …

    Dictionary of Greek

  • 125ρωμαϊστής — ο / ῥωμαϊστής, ΝΑ [ῥωμαΐζω] αυτός που ασχολείται με την ιστορία και τους θεσμούς τής αρχαίας Ρώμης και ιδίως νομικός ασχολούμενος ειδικά με το Ρωμαϊκό Δίκαιο αρχ. ηθοποιός τών λατινικών κωμωδιών …

    Dictionary of Greek

  • 126συνέκδικος — ὁ, Α αυτός που είναι επίσης ἔκδικος*, νομικός εκπρόσωπος τής πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔκδικος «υπερασπιστής, πληρεξούσιος»] …

    Dictionary of Greek

  • 127συνήγορος — ο, η / συνήγορος, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. συνάγορος, ον, Α ως ουσ. 1. αυτός που υπερασπίζεται κάποιον κυρίως με λόγια 2. (ιδίως) αυτός που αγορεύει ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να υποστηρίξει το δίκαιο διαδίκου νεοελλ. (νομ.) ο νομικός… …

    Dictionary of Greek

  • 128συνταγματολόγος — ο, η, Ν νομικός ειδικευμένος στο συνταγματικό δίκαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνταγμα, ατος + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στην εφημερίδα Ασμοδαίο] …

    Dictionary of Greek