νομικός
111νομικισμός — ο 1. δικολαβίστικη και σοφιστική ερμηνεία τών νόμων, δικολαβισμός 2. αντιμετώπιση και ερμηνεία όλων τών εκδηλώσεων τής πολιτικής και κοινωνικής ζωής και ουσιαστικών θεμάτων τής τρέχουσας πραγματικότητας υπό το πνεύμα μιας στενής νομικής θεώρησης… …
112νομικιστικός — ή, ό και νομικίστικος, η, ο χαρακτηριστικός τού νομικισμού, δικολαβίστικος. επίρρ... νομικιστικά και ίστικα από νομικιστική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομικός + κατάλ. ιστικος (πρβλ. δασκαλ ίστικος)] …
113νομιμάριος — νομιμάριος, ον, αρσ. και νομιμάρης (Μ) [νόμιμος] 1. νομιμόφρων, νομοταγής 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ νομιμάριος νομικός, δικαστής, κριτής …
114νομοδείκτης — νομοδείκτης, δωρ. τ. νομοδείκτας, ὁ (Α) ερμηνευτής νόμων, νομικός σύμβουλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + δείκτης (< δείκνυμι)] …
115νομολόγος — ο, η ο ασχολούμενος με τους νόμους, ερμηνευτής τού νόμου, νομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Γ. Κάλλο] …
116νομομαθής — ές (ΑΜ νομομαθής, ές) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που γνωρίζει καλά τους νόμους, νομοδιδάσκαλος, νομικός («Παῡλος ὁ μέγας καὶ ὀνομαστός, ὁ νομομαθής», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + μαθής (< μανθάνω), πρβλ. πραγματο μαθής] …
117νομοτριβής — νομοτριβής, ές (Μ) έμπειρος νομικός, νομομαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + τριβής (< τρίβω), πρβλ. οικο τριβής] …
118νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …
119ξηρονομικός — ξηρονομικός, ή, όν (Α) αυτός που έχει την ιδιότητα να βόσκει, να τρέφεται στην ξηρά, χερσαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρά + νομικός (< νόμος < νέμω «βόσκω»)] …
120οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… …