-
1 колоть
I колоть Ι (раскалывать) κόβω, σχίζω \колоть дрова σχίζω ξύλα \колоть орехи σπάζω τα καρύδια II колоть II 1) (иголкой ) τσιμπώ 2) безл.: у меня колет в боку νοιώθω σουβλιές στο πλευρό* * *I( раскалывать) κόβω, σχίζωколо́ть дрова́ — σχίζω ξύλα
IIколо́ть оре́хи — σπάζω τα καρύδια
1) ( иголкой) τσιμπώ2) безл.у меня́ ко́лет в боку́ — νοιώθω σουβλιές στο πλευρό
-
2 испытывать
испытыватьнесов1. (проверять) δοκιμάζω, κάνω δοκιμή:\испытывать самолет δοκιμάζω ἀεροπλάνο· \испытывать свой силы δοκιμάζω τίς δυνάμεις μου·2. (ощущать) αἰσθάνομαι, δοκιμάζω, νοιώθω:\испытывать радость δοκιμάζω χαρά· \испытывать страх αἰσθάνομαι φόβο· \испытывать отвращение αίσθάνομαι ἀπέχθεια· \испытывать удовольствие νοιώθω Ικανοποίηση. -
3 чувствовать
чувствоватьнесов αίσθάνομαι/ νοιώθω, συναισθάνομαι (ощущать)/ δοκιμάζω (испытывать):\чувствовать голод (волнение) αἰσθάνομαι πείνα (ανησυχία)· \чувствовать на себе чей-л. взгляд αἰσθάνομαι τό βλέμμα κάποιου ἐπάνω μου· \чувствовать себя хорошо (плохо) αἰσθάνομαι καλά (άσχημα)· \чувствовать свою вину́ συναισθάνομαι τό λάθος μου· \чувствовать му́зыку νοιώθω τήν μουσικήν. -
4 испытать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. испытанный, βρ: -тан, -а, -о.1. δοκιμάζω•-новый станок δοκιμάζω την καινούρια εργατομηχανή•
испытать свой силы δοκιμάζω τις δυνάμεις μου•
испытать верность, δοκιμάζω την πίστη.
2. αισθάνομαι, νοιώθω•испытать угрызения обвести αισθάνομαι τύψη της συνείδησης•
испытать голод νοιώθω πείνα.
3. υποφέρω, περνώ•испытать последствия... δοκιμάζω τις συνέπειες... испытать все мытарства υποφέρω όλα τα βάσανα.
-
5 дома
до́манареч στό σπίτι, κατ' οίκον:сидеть \дома μένω στό σπίτι, δέν βγαίνω ἀπ· τό σπίτι· его́ нет \дома δέν εἶναι στό σπίτι· чу́вствовать себя как \дома νοιώθω σάν στό σπίτι μου· ◊ у него не все \дома разг τά ἔχει χαμένα, τοῦχει στρίψει λιγάκι. -
6 находить
находить Iнесов1. βρίσκω, εὐρίσκω:\находить деньги на дороге βρίσκω λεφτά στό δρόμο· \находить правильное решение βρίσκω σωστή λύση· \находить оправда́ние βρίσκω δικαιολογία· \находить поддержку (утешение) в чем-л. βρίσκω ὑποστήριξη (παρηγοριά) σέ κάτι· \находить применение ἐφαρμόζομαι, χρησιμεύω· \находить удовольствие в беседе с кем-л. νοιώθω εὐχαρίστηση κουβεντιάζοντας μέ κάποιον2. (приходить к выводу) θεωρώ, κρίνω, βρίσκω:\находить, что собеседник прав θεωρώ πώς ὁ συνομιλητής μου ἔχει δίκηο· врач находит, что больной в тяжелом состоянии ὁ γιατρός κρίνει πώς ἡ κατάσταση τοῦ ἀρρωστου εἶναι σοβαρή· \находить кого-л. красивым βρίσκω ὀμορφο (κάποιον)· ◊ не \находить себе места δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν μπορώ νά ἡσυχάσω.находить IIнесов1. (наталкиваться) προσκρούω, συναντώ, τρακάρω:\находить на мель προσαράζω στά ρηχά·2. (надвинувшись, закрывать \находить о туче, облаке) σκεπάζω·3. перен (овладевать, охватывать):на меня находит грусть μέ πιάνει στενοχώρια· что это на тебя иахо́дит? τί σέ πιάνει;·4. (сходиться, собираться) μαζεύομαι, συναθροίζομαι. -
7 ощутить
ощутитьсов, ощущать несов αἰσθάνομαι, νοιώθω:\ощутить обиду προσβάλλομαι. -
8 питать
питатьнесов1. τρέφω, θρέφω, διατρέφω / σιτίζω, τροφοδοτώ (тж. воен., тех.)·2. перен (чувствовать) αἰσθάνομαι, νοιώθω, τρέφω:\питать злобу ἐχθρεύομαι· \питать ненависть μισώ, τρέφω μίσος· \питать отвращение αἰσθάνομαι ἀπέχθεια· \питать симпатию τρέφω συμπάθεια. -
9 поиимать
поиима||тьнесов καταλαβαίνω, καταλαμβάνω, ἐννοώ, κατανοώ:он ничего́ не \поиимать-ет δέν καταλαβαίνει τίποτα, δέν σκα· μπάζει τίποτε· \поиимать буквально παίρνω κατά λέξιν \поиимать в му́зыке καταλαβαίνω (или νοιώθω) τήν μουσική· ◊ вот это я \поииматью1 разг αὐτό τό καταλαβαίνω! -
10 разбитый
разби́т||ыйприл (усталый) разг τσακισμένος, κατακουρασμένος, ψόφιος (στήν κούραση):чу́вствовать себя \разбитыйым νοιώθω ψόφιος στήν κούραση· ◊ остаться у \разбитыйого корыта μένω στά κρύα τοῦ λουτροῦ. -
11 соскучиться
соскучитьсясов1. (почувствовать скуку) νοιώθω πλήξη, ἀνιῶ, πλήττω (άμετ.)·2. (затосковать) ἀποθυμβ, ἐπιθυμώ, νοσταλγώ:\соскучиться по родным ἀποθύ-μησα τους συγγενείς μου· \соскучиться по му́зыке ἐπεθύμησα ν' ἀκούσω μουσική. -
12 тепло
тепл||о Iс ἡ ζέστη, ἡ ζεστασιά, ἡ θερμότητα:количество \теплоа τό ποσό θερμό-τητος· сегодня десять градусов \теплоа ἡ θερμοκρασία εἶναι σήμερα δέκα βαθμοί πάνω ἀπό τό μηδέν сидеть в \теплое κάθομαι στή ζεστασιά.тепло II1. нареч ζεστά/ перен θερμά, ἐνθερμα, ἐγκάρδια:одеваться \тепло ντύνομαι ζεστά· \тепло встретить кого-л. ὑποδέχομαι κάποιον θερμά·2. предик безл κάνει ζέστη/ αἰσθάνομαι θαλπωρή, νοιώθω ζεστασιά:в комнате \тепло στό δωμάτιο κάνει ζέστη· сегодня \тепло σήμερα εἶναι ζεστή μέρα· мне \тепло ζεσταίνομαι. -
13 терпеть
терпетьнесов1. (переносить, испытывать) ὑπομένω, ὑποφέρω/ νοιώθω (голод, жажду):\терпеть боль ὑποφέρω τόν πόνο· \терпеть жару́ (холод) ὑπομένω τή ζέστη (τό κρύο)· терпи казак \терпеть атаманом бу́дешь παρηγοριά στον ἄρρωστο ὡσπου νά βγει ἡ ψυχή του·2. (допускать, мириться) ἀνέχομαι:как можно э́то \терпеть? πώς τό ἀνέχεστε αὐτό; не \терпеть возражений δέν ἀνέχομαι ἀντιρρήσεις· он не терпит шу́-ток δέν σηκώνει ἀστεία·3. ὑφίσταμαι, παθαίνω (убытки, потери)! ἀποτυγχάνω (неудачу)) δοκιμάζω (нужду):\терпеть поражение νικιέμαι, ἡττώμαι· \терпеть крушение а) (о судне) ναυαγώ, б) ж.-д. παθαίνω σιδηροδρομικό δυστύχημα· ◊ время не терпит ὁ καιρός ἐπείγει· \терпеть не могу́ кого-л., чего́-л. δέν χωνεύω κάποιον, κάτι. -
14 толк
толкм1. (смысл, разум) ἡ ἐννοια, ἡ σημασία/ τό ὅφελος, ἡ ὠφέλεια (польза):делать (говорить) что́-л. с \толком κάνω (λέγω) κάτι σωστά· без толку χωρίς ἀποτέλεσμα, μάταιά не добиться \толку δέν κατορθώνω κανένα ἀποτέλεσμα· сбить кого́-л. с \толку κάνω μπερδεύω κάποιον νά τά χάσει σαστίζω κάποιον из этого \толку не выйдет ἀπ' αὐτό δέν θά δοῦμε προκοπή·2. \толки мн. (слухи) οἱ διαδόσεις, οἱ φήμες, τά λόγια:вызывать \толки γεννώ διαδόσεις· не придавать значения \толкам δέν δίδω σημασία στίς φήμες· ◊ знать (понимать) \толк в чем-л. καταλαβαίνω, νοιώθω ἀπό κάτι. -
15 тоскливо
тоск||ли́во1. нареч βαρύθυμα, καταθλιπτικά, μελαγχολικά·2. предик безл:мне \тоскливоли́во а) νοιώθω μελαγχολία, б) πλήττω (скучно). -
16 уютио
уют||ионареч ἄνετα, ἀνέτως, ἀναπαυτικῶς, βολικά:\уютионо устроиться τακτοποιοβμαι με ἄνεση· чу́в-ствовать себя \уютионо νοιώθω ἄνετα. -
17 чуять
чу́ятьнесов1. (о животном) ὀσφραίνομαι, παίρνω μυρωδιά·2. перен νοιώθω/ προαισθάνομαι (предчувствовать):\чуять приближение весны προαισθάνομαι τόν ἐρχομό τής ἀνοιξης. -
18 ведать
ρ.δ.1. μ. παλ. γνωρίζω, ξέρω•он не -ет, что говорит αυτός δεν ξέρει, τι λέει.
2. μτφ. παλ. αισθάνομαι, νοιώθω•ведать любовь αισθάνομαι αγάπη.
3. (με οργν.) διοικώ, διευθύνω, διαχειρίζομαι, κουμαντάρω•ведать он не -ет να κουμαντάρει, δεν ξέρει.
σχετίζομαι, συνδέομαι με υποθέσεις.
См. также в других словарях:
νοιώθω — βλ. νιώθω … Dictionary of Greek
νιώθω — και νοιώθω 1. αντιλαμβάνομαι με τον νου, καταλαβαίνω, εννοώ («όσο και να διαβάζει, δεν νιώθει τίποτα») 2. έχω ειδικές γνώσεις σχετικά με κάτι, γνωρίζω («δεν νιώθει από ζωγραφική») 3. συναισθάνομαι («μού είπε τον πόνο του και τόν ένιωσα») 4.… … Dictionary of Greek
Μπορζόφ, Βαλερί — (1949 ). Ολυμπιονίκης. Ο Βαλερί Μπορζόφ γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1949 στο Σαμπίρ, μια μικρή πόλη της Ουκρανίας, η οποία ανήκε τότε στη Σοβιετική Ένωση. Σε ηλικία 20 ετών θεωρούνταν ήδη ο κορυφαίος σπρίντερ στη χώρα του και ένας από τους… … Dictionary of Greek
Παρθένης, Κωνσταντίνος — (Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1878 – Αθήνα 1967). Έλληνας ζωγράφος, ο κυριότερος αναμορφωτής της νεοελληνικής ζωγραφικής στο πρώτο μισό του αιώνα μας. Μετά τις αρχικές σπουδές στην Αλεξάνδρεια συνέχισε τη ζωγραφική του εκπαίδευση στη Ρώμη και στη Βιέννη … Dictionary of Greek
σημαντική ή σημασιολογία — Γενική θεωρία και ιστορική μελέτη της σημασίας των λέξεων. Η σ. πήρε το όνομά της από το Μισέλ Μπρεάλ που, το 1883, πρότεινε να ονομαστεί έτσι (γαλλικά semantique από τη ρίζα του ελληνικού ρήματος σημαίνω) το μέρος της γλωσσολογίας που αναφέρεται … Dictionary of Greek