Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

νοιάζει

  • 1 νοιάζει

    [ньязи] р. απρόσ. относиться, касаться,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νοιάζει

  • 2 безразлично

    безразлично αδιάφορα мне \безразлично αδιαφορώ, δε με νοιάζει
    * * *

    мне безразли́чно — αδιαφορώ, δε με νοιάζει

    Русско-греческий словарь > безразлично

  • 3 заботиться

    заботиться 1) φροντίζω (για), νοιάζομαι ни о чём не \заботитьсяьтесь μη σας νοιάζει τίποτα 2) (ухаживать ) περιποιούμαι
    * * *
    1) φροντίζω (για), νοιάζομαι

    ни о чём не забо́тьтесь — μη σας νοιάζει τίποτα

    2) ( ухаживать) περιποιούμαι

    Русско-греческий словарь > заботиться

  • 4 въесться

    въесться
    сов см. въедаться. въехать сов см. въезжать. вы (вас, вам, вами, о вас) мест, личн. (έ)σεϊς, ὑμεϊς:
    благодарю вас σᾶς εὐχαριστῶ· я жду вас завтра θά σᾶς περιμένω αὐριο· я хотела вам сказать ήθελα νά σας πῶ· какое вам дело? τι σάς νοιάζει;, τί σας ἐνδιαφέρει;· что с вами? τί Εχετε;, τί πάθατε;· я много о вас слышала ἄκουσα πολλά γιά σας· быть с кем-л. на «вы» μιλῶ μέ κάποιον στον πληθυντικό.

    Русско-новогреческий словарь > въесться

  • 5 колено

    колен||о
    с
    1. τό γόνυ, τό γόνατο[ν]:
    встать на \коленои γονατίζω, γονυπετῶ· вода по \колено τό νερό φθάνει ὡς τά γόνατα·
    2. (реки, труба) ὁ ἀγκώνας, ἡ καμπή, ἡ γωνία·
    3. (в танце) ή· φιγούρα·
    4. (поколение) ἡ γενεά· ◊ ему́ море по \колено разг δέν τόν νοιάζει γιά τίποτε, εἶναι ξέγνοιαστος· поставить на \коленои βάζω νά γονατίσει, γονατίζω (мех.).

    Русско-новогреческий словарь > колено

  • 6 нипочем

    нипочем
    нареч разг:
    ему́ все \нипочем δέν τόν μέλλει γιά τίποτε, δέν δίνει μιά πεντάρα γιά τίποτε, καρφί δέν τοῦ καίγεται γιά τίποτε· ему́ жара \нипочем δέν τόν νοιάζει καθόλου γιά τή ζέστη.

    Русско-новогреческий словарь > нипочем

  • 7 стать

    ста||ть I
    сов
    1. см. становиться·
    2. (остановиться) σταματώ, στέκομαι:
    река \статьла τό ποτάμι ἐπάγωσε· часы \статьли τό ρολόγι σταμάτησε·
    3. (начать) ἀρχίζω, ἀρχινώ:
    я \статьл учиться а) ἄρχισα νά σπουδάζω, б) ἄρχισα νά πηγαίνω σχολείο (о школьнике)·
    4. безл:
    его не \статьло ἔπαψε νά ὑπάρχει, χάθηκε· ◊ во что́ бы. то ни \статьло πάσει θυσία· за этим де́ло не \статьнет γι ' αὐτό μή σέ νοιάζει.
    стат||ь II ж разг:
    быть под \стать (кому-л.) ταιριάζω κάποιου· с какой \статьи? ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ;, γιά ποιο λόγο;

    Русско-новогреческий словарь > стать

  • 8 вы

    (вас, вам, вас, вами, о вас) πλθ. της προσ. αντων. β’ προσώπου «ты» έσεις•

    это вы? εσείς είστε;•

    вчера вас не было дома χτες δεν ήσαστε σπίτι•

    благодарю вас σας ευχαριστώ•

    что с вами? τι έχετε; τι πάθατε; τι σας συνέβη;•

    какое вам дело τι σας ενδιαφέρει, τι σας νοιάζει, τι σας μέλει•

    я вами недоволен δεν είμαι ικανοποιημένος από σας•

    о вас много говорят γιά σας πολλά λένε•

    быть с кем на вы δεν έχω πολλές σχέσεις (θάρρος, οικειότητα) με κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > вы

  • 9 дуть

    дую, дуешь, ρ.δ.
    1. φυσώ, πνέω•

    -ет сильный ветер φυσά δυνατός άνεμος•

    в это окно -ет απ' αυτό το παράθυρο φυσά•

    дуть в трубку φυσώ στο σωλήνα.

    2. μτφ. κατασκευάζω με φύσημα•

    дуть бутылки φυσώ μποκάλια.

    4. φουσκώνω, διογκώνω.
    5. πράττω, επιδίδομαι με ζήλο. || πίνω πολύ, κατεβάζω•

    дуть водку πίνω πολλή βότκα.

    || μτφ. ξυλοκοπώ, ξυλοφορτώνω, φουσκώνω στο ξύλο.
    εκφρ.
    дуть губы (губки) – φυσώ από το κακό•
    и в ус (себе) не дуть καρφί δε μου καίγεται, δε με νοιάζει, καθόλου.
    φουσκώνω, διογκώνομαι•

    живот -лся φούσκωνε η κοιλία.

    || μτφ. περηφανεύομαι, κορδώνομαι, φουσκώνω σαν το γάλο. || πεισματώνω, γινατώνω, φουρκίζομαι, τσατίζομαι. || παίζω με πάθος•

    дуть в карты παίζω με μανία τα χαρτιά.

    ουδ. (τεχ.) φυσητήρας. || φύσημα (κατασκευής γυαλιού).

    Большой русско-греческий словарь > дуть

  • 10 начихать

    ρ.σ.
    1. φτερνίζομαι πάνω σε κάποιον ή σε κάτι.
    2. μτφ. (απλ.) γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια, μουτζώνω (περιφρονώ).
    3. (απλ.) αδιαφορώ πλήρως, κωφεύω, δε με μέλει (νοιάζει) τέσσερα, καρφί δε μου καίγεται.

    Большой русско-греческий словарь > начихать

  • 11 палец

    -льца α.
    δάχτυλο, δάκτυλος•

    большой палец το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•

    указательный палец (δάχτυλο) ο δείχτης•

    средний палец το μεσαίο δάχτυλο, δάκτυλος ο μέσος•

    безымянный палец (δάκτυλος) ο παράμεσος•

    в палец толщиной χοντρός όσο το δάχτυλο•

    пальцы у перчатки τα δάχτυλα του γαντιού•

    считоть по -цам μετρώ στα δάχτυλα•

    тбкать кого -ем κεντώ (σκουντώ) κάποιον με το δάχτυλο•

    показывать на кого -ем δαχτυλοδειχτώ κάποιον.

    εκφρ.
    палец о палец не ударить – δεν κάνω απολύτως τίποτε, αδιαφορώ τελείως, καθόλου δε με νοιάζει•
    - льда в рот не клади кому – μη εκμεταλλεύεσαι τη δυσχερή θέση κάποιου•
    - ем двинуть (шевельнуть) – κουνώ λίγο το δαχτυλάκι (κάνω μικρή προσπάθεια)•
    - ем не двинуть (не шевельнуть) – δεν κουνώ ούτε το δάχτυλο (δεν κά,νω καμιά προσπάθεια)•
    - ем не тронуть кого-что – δεν θίγω (δεν πειράζω) κανέναν, τίποτε•
    смотреть (глядеть) на что сквозь -ы – κάνω πως δε βλέπω (ενώ βλέπω ανάμεσα από τα δάχτυλα)•
    по -ам можно пересчитать (перечесть) – είναι ολιγάριθμοι (μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα)•
    как по -ам(объяснить, рассказатьκ.τ.τ.) σαφέστατα, ολοκάθαρα,σταράτα, φαρσί•
    как свой пять -ев (знать) – κάλλιστα (γνωρίζω).

    Большой русско-греческий словарь > палец

  • 12 печаль

    θ.
    θλίψη, λύπη• στενοχώρια. || φροντίδα ανησυχία• σκοτούρα•

    не мой печаль δε μ ενδιαφέρει, δεν έχω καμιά σκοτούρα γι αυτό•

    мне какая печаль ή за что печаль γιατί να στενοχωρηθώ, τι με νοιάζει.

    Большой русско-греческий словарь > печаль

  • 13 прах

    α.
    1. παλ. σκόνη• κονιορτός.
    2. στάχτη, τέφρα. || τιποτένιο πράγμα.
    3. λείψανο, το σκήνος, η σορός. || η σποδός.
    εκφρ.
    на кой -? – (απλ.) τί χρειάζεται;•
    прах меня знает, заберт кто чтоκ.τ.τ. άγνωστο, ποιος ξέρει τι και ποιο•
    прах тебя (егоκ.τ.τ.) побери (возьми) να πάει στο διάβολο (για αγανάκτηση)•
    прах с тобой (с ней, с нимκλπ.) α) καλά, ας είναι, ας γίνει έτσι (με ενδοτική σημ.)1 β) μου είναι αδιάφορο, δε με νοιάζει•
    повергнуть ή разбить, превратить κ.τ.τ. в прах – τα κάνω σκόνη ή στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς)•
    пойти ή рассыпаться, разлететься -ом – γίνομαι στάχτη ή σκόνη (καταστρέφομαι, χάνομαι).

    Большой русско-греческий словарь > прах

  • 14 ум

    α.
    νους, μυαλό, διάνοια•

    острый ум η οξύνοια•

    тонкий ум λεπτό πνεύμα•

    светлый ум φωτεινό μυαλό•

    склад -а κατάρτιση ή διανοητική κατάσταση• νοοτροπία•

    человек большого -а μεγάλος νους•

    проницательный ум διεισδυτικός νους•

    обширный ум ευρύς νους•

    лучшие -ы человечества οι μεγαλύτερες διάνοιες της ανθρωπότητας.

    εκφρ.
    без -а (быть) от кого-чего – ξετρελλαίνομαι (από χαρά, ενθουσιασμό κ.τ.τ.)•
    α) στα λογικά, στα καλά• в -е ли ты? – είσαι στα λογικά σου•
    β) νοερώς, με το νου (όχι γραπτά)•
    три пишу, один в -е – γράφω τρία και ένα το κρατούμενο•
    ум за разум зашл – παραλόγιασε•
    - а не приложу – δεν καταλαβαίνω, δεν το χωράει το μυαλό (ο νους), δεν ξέρω•
    - у-разуму учить – σώφρωνίζω, συμμορφώνω, συνετίζω, βάζω μυαλό, γνώση•
    лишиться или решиться -а – τρελλαίνομαι•
    лгобить без -а – ξετρελλαίνομαι απο αγάπη (έρωτα)•
    помешаться или повредиться в -е – σαλεύει ο νους μου, μου στρίβει, λαβώνομαι, χρωστώ της Μιχαλούς•
    взяться ή схватиться за ум – ωριμάζω διανοητικά,λογικεύομαι, σωφρωνίζομαι•
    прийти ή взбрести на ум – έρχομαι στο νου, στο μυαλό•
    ему пришла на ум страшная мысль – του ήρθε στο μυαλό μια φοβερή σκέψη•
    свести с -а – α) ξετρελλαίνω, κάνω έξω φρενών, β) καταγοητεύω, παίρνω τα μυαλά•
    сойти (спятить, свихнуть) с -а – α) παραλογιάζω, ξετρελλαίνομαι. β) ενεργώ, πράττωασυλόγιστα• λέγω ανοησίες•
    в своём (ή здравом) - – έ όντας στα λογικά μου•
    и в -е нет (не было) – ούτε κατά διάνοια δεν υπάρχει(δενυπήρχε)•
    на -е ή в -е быть – υπάρχει στο νου, στη σκέψη•
    он не в своём - – αυτός δεν είναιστα λογικά του ή στα καλά του•
    не моего ума дело – δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτό, δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει, δε με νοιάζει•
    от большого -а ή с большого -а (сделать)ειρν. από το πολύ μυαλό την παθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > ум

  • 15 хата

    θ.
    χάτα, χωρ ιατόσπ ιτο. || σπίτι-ί-δρυμα•

    хата-читальня σπίτι-αναγνωστήριο.

    εκφρ.
    моя хата с краю – το σπίτι μου είναι στην άκρη του χωριού (δε με ενδιαφέρει, δε με νοιάζει, εγώ είμαι από τους παρέξω).

    Большой русско-греческий словарь > хата

См. также в других словарях:

  • νοιάζει — και γνοιάζει (ρ. απρόσ.), ενδιαφέρει, προκαλεί τη φροντίδα: Από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί; (παροιμ. φρ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοιάζει — νοιάζει, ένοιαξε (ως απρόσ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νοιάζει — και γνοιάζει (τριτοπρόσ.) ενδιαφέρει, προκαλεί έγνοια, φροντίδα («δεν μέ νοιάζει τί θα πει ο κόσμος») [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το μέσο νοιάζομαι* / γνοιάζομαι] …   Dictionary of Greek

  • μέλει — (ρ. απρόσ.), νοιάζει, ενδιαφέρει: Με μέλει (νοιάζομαι για κάτι). – Εσένα να μη σε μέλει (να μη σε νοιάζει για ξένες υποθέσεις) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Constantinos Christoforou — Christoforou representing Cyprus at the Eurovision Song Contest 2005 Background information Birth name Κωνσταντίν …   Wikipedia

  • Ypogeia Revmata — Infobox musical artist | Name = Ypogeia Revmata Landscape = no Img capt = Background = group or band Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Rock Greek rock Alternative rock Progressive rock Acoustic Hard rock Blues rock Years active =… …   Wikipedia

  • Onirama — sur scène en juin 2008 Pays d’origine …   Wikipédia en Français

  • ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • αμέλει — ἀμέλει (προστ. τού ἀμελῶ) (AM) μσν. (ως επίρρ. για να δηλώσει έμφαση) πραγματικά, στην πραγματικότητα αρχ. 1. μη σέ μέλει, μη σέ νοιάζει, να είσαι ήσυχος (ειδικά στην αρχή απαντήσεως) 2. (ως επίρρ.) (συχνά και ειρωνικά) αναμφίβολα, βέβαια, φυσικά …   Dictionary of Greek

  • αρίδα — η (AM ἀρίς, ίδος) 1. το τρυπάνι 2. φρ. «ηύρε η αρίδα ρόζο» (για απροσδόκητο εμπόδιο) μσν. νεοελλ. η ρίγα, ο χάρακας του μαραγκού νεοελλ. 1. η κνήμη ή το πόδι γενικότερα 2. φρ. (συνήθως με σκωπτική σημασία) «απλώνω, ξαπλώνω, τεντώνω την αρίδα μου» …   Dictionary of Greek

  • ξενοιάζω — και ξεγνοιάζω και ξεννοιάζω 1. απαλλάσσομαι από φροντίδες και μέριμνες, ησυχάζω («ξένοιασα από τα μαθήματα») 2. τελειώνω κάποια δουλειά, ξεμπερδεύω από κάτι («ξένοιασα από τη συγγραφή τής διατριβής μου») 3. παύω να έχω ανησυχία για κάτι («όταν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»