νιώθω κούραση

  • 1νιώθω — και νοιώθω 1. αντιλαμβάνομαι με τον νου, καταλαβαίνω, εννοώ («όσο και να διαβάζει, δεν νιώθει τίποτα») 2. έχω ειδικές γνώσεις σχετικά με κάτι, γνωρίζω («δεν νιώθει από ζωγραφική») 3. συναισθάνομαι («μού είπε τον πόνο του και τόν ένιωσα») 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 2ξεκούραστος — η, ο [ξεκουράζω] 1. αυτός που ανέλαβε από την κούραση, αυτός που ξεκουράστηκε («μετά από μια ώρα ύπνου νιώθω ξεκούραστος») 2. αυτός που γίνεται άκοπα, χωρίς κούραση ή αυτός που δεν προκαλεί κούραση (α. «ξεκούραστη δουλειά» β. «ξεκούραστα… …

    Dictionary of Greek

  • 3πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …

    Dictionary of Greek

  • 4πονοκεφαλιάζω — και πονοκεφαλώ, άω, Ν [πονοκέφαλος] 1. ενοχλώ κάποιον πάρα πολύ, ζαλίζω, σκοτίζω («μέ πονοκεφάλιασε με την πολυλογία του») 2. νιώθω πνευματική κούραση από υπερβολική ενασχόληση με κάτι, ζαλίζομαι, σκοτίζομαι 3. παρενοχλούμαι πάρα πολύ από θόρυβο… …

    Dictionary of Greek

  • 5ξεσβερκιάζομαι — ξεσβερκιάστηκα, ξεσβερκιασμένος, και ξεσβερκώνομαι ξεσβερκώθηκα, ξεσβερκωμένος 1. νιώθω πόνο στο σβέρκο από κούραση. 2. στρέφω επίμονα το κεφάλι προς κάποιο σημείο,αλλ. ξελαιμιάζομαι: Ξεσβερκιάστηκες να βλέπεις ώρες στο παράθυρό της …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)