νινευΐ

  • 1Νινευί — Αρχαία πόλη της Ασσυρίας, στην ανατολική όχθη του Τίγρη ποταμού, απέναντι από τη σημερινή Μοσούλη, η οποία χτίστηκε κατά την παράδοση από τον μυθικό Νίνο, σύζυγο της Σεμίραμης. Στην πραγματικότητα, η Ν. ανάγεται τουλάχιστον στην 3η π.Χ. χιλιετία …

    Dictionary of Greek

  • 2Νινευίτης — ο (Μ Νινευΐτης) [Νινευί] ο κάτοικος τής Νινευί …

    Dictionary of Greek

  • 3Ακάδ — Περιοχή της Μεσοποταμίας, η οποία στα μέσα της τρίτης χιλιετίας ήταν επικεφαλής αυτοκρατορίας που εκτεινόταν από την Περσία έως τη Μεσόγειο. Η ακαδική εποχή αποτελεί μια ενδιάμεση περίοδο μέσα στον σουμεριακό πολιτισμό, με τον οποίο συνδέεται ως… …

    Dictionary of Greek

  • 4Ιωνάς — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Εβραίος προφήτης, του οποίου η ιστορία αναφέρεται στο ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Κλήθηκε από τον Θεό να αναγγείλει στους κατοίκους της Νινευί την καταστροφή της πόλης τους εξαιτίας των… …

    Dictionary of Greek

  • 5Ναβοπολασάρ — (; – 605 π.Χ.). Βασιλιάς των Βαβυλωνίων, πατέρας του Ναβουχοδονόσορα B’, για τον οποίο δεν έχουμε σαφείς ιστορικές πληροφορίες. Σύμφωνα με μια άποψη ήταν διάδοχος του Χινιλαντάν, ενώ σύμφωνα με άλλη, του αδελφού του Σαμούγη. Στα χρόνια της… …

    Dictionary of Greek

  • 6Ναούμ — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης. Καταγόταν από την Ελκώς, πόλη της οποίας η θέση αμφισβητείται. Η μνήμη του τιμάται την 1η Δεκεμβρίου. Με τον τίτλο αυτό αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη και ένα βιβλίο, το …

    Dictionary of Greek

  • 7Σημίτες — Λαοί που ανήκουν στη σημιτική γλωσσική οικογένεια και κατ’ επέκταση, όλοι οι λαοί που συγγενεύουν με τον αραβικό φυσικό τύπο. Με τον όρο Σημίτες δηλώνεται επίσης ένα μεγάλο εθνικό σύνολο, που καταλαμβάνει από την αρχαιότητα μια μεγάλη έκταση από… …

    Dictionary of Greek

  • 8γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 9διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 10επιγραφή — Λέξεις ή φράσεις χαραγμένες, γραμμένες, ζωγραφισμένες ή τυπωμένες σε ποικίλα υλικά. Οι αρχαίοι πολιτισμοί άφησαν πολυάριθμες ε. δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα: συνθήκες, ψηφίσματα, απογραφές, καταχωρήσεις πωλήσεων, λογαριασμούς, αναθηματικές ε.,… …

    Dictionary of Greek