νικᾶσαι

  • 1νικᾶσαι — νῑκᾶσαι , νικάω conquer pres ind mp 2nd sg νῑκᾶσαι , νικάω conquer pres part act fem nom/voc pl (doric) νῑκᾶσαι , νικάω conquer aor inf act (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2одалаѥмъ — (2*) прич. страд. наст. к одалати: и вельми възношашетьс˫а. рика˫а. срамѣ˫ас˫а ѧко ѿ преподобнаго ѡдалаѥмъ. (τὴν… ἧτταν) ЖФСт к. XII, 94; аще ли одалаѥмъ [в др. сп. одолѣѥмъ] ѥси ѿ стр(с)ти. слыши гл҃ющаго всѧ искѹшающе доброѥ прiѥмлѣте.… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 3σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… …

    Dictionary of Greek