νικητήρια

  • 11JACULATIO — inter Vett. exercitamenta, vide supra Gymnastica, ubi quamvis ῥίψιν, proiectionem, hoc nomine venisse diximus. In specie Iaculum, Graece ἀκόντιον, inter 5. certaminum genera, in Ludis olim Gymnicis obita, quae hoc μονόςτιχον complectitur, Α῞λμα,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 12LUCTA — an a luendo, i. e. solvendo, quod uterque luctântium ab altero se solvere niteretur; an a luxando, quod alter alterius membra luxare conaretur, dicta est. Hi enim omni modo corpore conserto brachiisque implicitis nitebantur se invicem humi… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 13PLAUDERE — cum sonitu verberare est. Virg. l. 12. Aen. v. 85. de Aurigis et Equis, Circumstant properi aurigae, manibusque lacessunt Pectora plausa cavis Auctor Ceiris, Non Libyco molles plauduntur pectine telae etc. Praecipue avium alis, Aen. l. 5. v. 515 …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 14SERICA Vestis — bombycum opus, in omni Anni tempore, usum habet. In astu magno, ob levitatem, accommodatissima rafetata: in minori, ormesina. Hieme conducunt felpa et velutum: quorum utrumque pondere suô et villis calefacit. Vere et Autumnô laudatur rasa, quae… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 15Ακάθιστος Ύμνος — Ύμνος της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ψάλλεται σε ιδιαίτερη ακολουθία (την Ακάθιστο) κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ο ύμνος αυτός είναι από τα έμμετρα λυρικά χριστιανικά εγκώμια που αποτελούνται από ένα προοιμιακό τροπάριο και από μια σειρά στροφών, με …

    Dictionary of Greek

  • 16λημνίσκος — Η καμπύλη που χαρακτηρίζεται από το ότι το γινόμενο των αποστάσεων κάθε σημείου της από δύο ορισμένα σταθερά σημεία είναι επίσης σταθερό. Έστω xΟy ένα ορθοκανονικό σύστημα αναφοράς στο επίπεδο και δύο σταθερά σημεία του, τα F1 = ( α, 0), F2 = (α …

    Dictionary of Greek

  • 17υπέρμαχος — η, ο / ὑπέρμαχος, ον, ΝΜΑ πρόμαχος, υπερασπιστής («τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», Ακολουθ. Ακαθ. Ύμνου Κοντάκ.) νεοελλ. συνεκδ. ένθερμος οπαδός, αγωνιστής, μαχητής («υπέρμαχος τής ισοτιμίας τών εθνών») μσν. φίλερις*, καβγατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < …

    Dictionary of Greek

  • 18φέρτρυς — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Θουρίους) «ἆθλος». [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω + επίθημα τύς (πρβλ. κλι τύς, ὀρχησ τύς) με αφομοιωτική ανάπτυξη ρ στην κατάλ. Για τη σημασιολογική σχέση τού τ. φέρτρυς ἆθλος με το ρ. φέρω πρβλ. τις φρ. ἄεθλον φέρεσθαι, τά… …

    Dictionary of Greek

  • 19Ετεόνικος — (β’ μισό 5ου – α’ μισό 4ου αι. π.Χ.). Σπαρτιάτης στρατηγός του Πελοποννησιακού πόλεμου. Διορίστηκε πρώτα άρχοντας της Μηθύμνης και Ερεσού στη Λέσβο (412 π.Χ.), έγινε μετά από δύο χρόνια αρμοστής στη Θάσο και στη Μυτιλήνη, όταν (το 406 π.Χ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 20επινίκια — τα ο εορτασμός της νίκης, γιορτές για τον πανηγυρισμό της νίκης, τα νικητήρια …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)