νηός

  • 51νηοφόρος — νηοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει τα πλοία («νηοφόρα νῶτα θαλάσσης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + φόρος*] …

    Dictionary of Greek

  • 52νηοψία — η 1. έρευνα που διενεργείται σε καιρό πολέμου από πολεμικό σκάφος μιας εμπόλεμης χώρας σε εμπορικό πλοίο και με την οποία ελέγχεται ο εχθρικός ή μη χαρακτήρας τού σκάφους και τού φορτίου του 2. έλεγχος που γίνεται σε πλοία ή αεροπλάνα σε… …

    Dictionary of Greek

  • 53νηούχος — νηοῡχος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φύλαξ πλοίου». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + οῦχος (< ἔχω)] …

    Dictionary of Greek

  • 54νηώτης — νηώτης, ὁ (Μ) πιθ. ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός + κατάλ. ώτης (πρβλ. θιασ ώτης)] …

    Dictionary of Greek

  • 55νωμώ — νωμῶ, άω (Α) 1. (σχετικά με τροφή και ποτό κατά τις εορτές) διανέμω, μοιράζω 2. (σχετικά με ποτό) γεμίζω με τη σειρά («ἀργυρέοισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῑδ », Πίνδ.) 3. κινώ και διευθύνω κάτι κατά βούληση (α. «ἀεὶ γὰρ πόδα νηὸς… …

    Dictionary of Greek

  • 56πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …

    Dictionary of Greek

  • 57πολύναος — και ιων. τ. πολύνηος, ον, Α (για θεότητα) αυτός στον οποίο είναι αφιερωμένοι πολλοί ναοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ναος / νηος (< ναός), πρβλ. ομό ναος] …

    Dictionary of Greek

  • 58προσνήωση — η, Ν ναυτ. η ομαλή, ασφαλής και σύμφωνη με τους κανονισμούς κάθοδος αεροπλάνου στον διάδρομο αεροπλανοφόρου ή ελικοπτέρου στο κατάστρωμα οποιουδήποτε πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + νήωση, τ. σχηματισμένος από την αρχ. γεν. νηός τής λ. ναῦς] …

    Dictionary of Greek

  • 59πρόναος — Έτσι ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες αλλά και από τους Βυζαντινούς, ο περίστυλος χώρος που βρισκόταν μπροστά από τον κυρίως ναό. Ήταν γνωστός και ως πρόθυρο ή πρόδρομος. Στη χριστιανική αρχιτεκτονική, ο π. ονομαζόταν νάρθηκας και συχνά ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 60στολίζω — ΝΜΑ [στόλος / στολή] 1. διακοσμώ, κοσμώ, καλλωπίζω, ντύνω με ωραία ενδύματα και κοσμήματα (α. «στολίζουν τη νύφη» β. «νέον τινὰ στολίσαντες ὡς κόρην», Τζέτζ. γ. «τὸ ἀγαλμάτιον στολίζουσι καὶ κοσμοῡσι», Πλούτ.) 2. (το μεσοπαθ.) στολίζομαι α) φορώ… …

    Dictionary of Greek