νηός

  • 41νηίτης — νηΐτης, ὁ (Α) 1. αυτός που ανήκει σε πλοίο 2. αυτός που αποτελείται ή συγκροτείται από πλοία («ἤν μὴ οἱ πολέμιοι νηΐτη στρατῷ [= στόλῳ] ἐπιπλέωσι τῇ πόλει» Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + κατάλ. ίτης (πρβλ. πολ ίτης)] …

    Dictionary of Greek

  • 42νηογνώμονας — ο ναυτ. ιδιωτικός διεθνής οργανισμός που ασχολείται με τη στατιστική τών ναυπηγήσεων, τών ναυαγίων και τών αβαριών, με την έκδοση προδιαγραφών ασφάλειας τών εμπορικών πλοίων καθώς και με την έκδοση κανονισμών κατάταξής τους σε κλάσεις, ελέγχει… …

    Dictionary of Greek

  • 43νηοδόκη — και νηοδόχη, η μικρό τεχνητό λιμάνι στην είσοδο τού κύριου λιμένα, για προσωρινή παραμονή πλοίου και, μερικές φορές, για φορτοεκφόρτωσή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + δόκη / δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, λογχο δόκη] …

    Dictionary of Greek

  • 44νηολογώ — ναυτ. εγγράφω πλοίο στο νηολόγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + λογῶ*] …

    Dictionary of Greek

  • 45νηολόγιο — το ναυτ. επίσημο δημόσιο έγγραφο υπό μορφή βιβλίου στο οποίο καταχωρίζονται τα εμπορικά πλοία που επιθυμούν να φέρουν τη σημαία τού κράτους στο οποίο ανήκει το νηολόγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ναῦς, νηός «πλοίο» + λόγιο*] …

    Dictionary of Greek

  • 46νηοπέδη — νηοπέδη, ἡ (Μ) 1. καραβόσχοινο 2. άγκυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο πέδη, χειρο πέδη)] …

    Dictionary of Greek

  • 47νηοπομπή — η ναυτ. σύνολο εμπορικών πλοίων τα οποία πλέουν μαζί προς τον ίδιο προορισμό και συνοδεύονται από μονάδες τού πολεμικού ναυτικού για προστασία τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + πομπή] …

    Dictionary of Greek

  • 48νηοπορέω — (Α) (ποιητ. τ.) ταξιδεύω, πλέω, πορεύομαι με πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + πορέω (< πόρος), πρβλ. θαλασσο πορέω, νυκτο πορέω] …

    Dictionary of Greek

  • 49νηοσόος — και ποιητ. τ. νηοσσόος, ον (Α) αυτός που προστατεύει, που σώζει τα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + σόος, (< σόος, ιων. τ. τού επιθέτου σώος «σωτήριος, υγιής»), πρβλ. μελισσο σόος, οικο σόος] …

    Dictionary of Greek

  • 50νηοφθόρος — νηοφθόρος, ον (Α) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός, «πλοίο» + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. μητρο φθόρος, ψυχο φθόρος] …

    Dictionary of Greek