νηός
31μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …
32νήιος — νήϊος, ΐη, ον θηλ. και ος, αττ. τ. νεῑος, α, ον, δωρ. τ. νάϊος, ΐα, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλοίο ή που είναι κατάλληλος για την κατασκευή πλοίου («νήϊα ξύλα», Ησίοδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νήϊα κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
33νήοχος — νήοχος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάσσει το πλοίο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που κυβερνά το πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + οχος (< ἔχω), πρβλ. ηνί οχος, λιμενή οχος] …
34ναοφύλαξ — (I) (ναοφύλαξ, ὁ (Α) φύλακας ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + φύλαξ]. (II) ναοφύλαξ, ὁ (Α) ο κυβερνήτης ή ο πηδαλιούχος πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής γενικής τού δωρ. τ. ναός (= νηός) τής λ. ναῦς «πλοίο» + φύλαξ] …
35ναυβάτης — ο (ΑΜ ναυβάτης, Α ποιητ. τ. νηοβάτης, Μ θηλ. ναυβάτις) αυτός που επιβαίνει σε πλοίο, ο επιβάτης πλοίου νεοελλ. αυτός που ανήκει σε πλήρωμα πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + βάτης (< βαίνω), πρβλ. κτηνο βάτης, στυλο βάτης] …
36ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… …
37νεωκόρος — ο, η (ΑΜ νεωκόρος, Α δωρ. τ. ναοκόρος, και συνηρ. τ. νακόρος και ναυκόρος και νειοκόρος και ποιητ. τ. νηοκόρος) (γενικά) φύλακας και επιστάτης τού ναού ο οποίος κατά την αρχαιότητα λογιζόταν πρόσωπο ιερό και άξιο τιμής νεοελλ. (ειδικά)… …
38νεωλκός — ο (Α νεωλκός) αυτός που έλκει τα πλοία στη ξηρά, που φέρνει τα πλοία στο νεώλκιο («νεωλκοῡ δὲ σκεύη, φάλαγγες, φαλάγγια, ὅλκοι», Πολυδ.) νεοελλ. το νεώλκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νηF ολκός (< *νāF ολκός) < ναῦς, νᾶος / νηός «πλοίο» + ολκός (<… …
39νεωρός — νεωρός, ὁ (Α) επιστάτης, φύλακας τού νεωρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νη(F)ωρος (< *νᾱFωρος) < ναῦς, νᾶός / νηός «πλοίο» + (F)ωρός (τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ὁρῶ* ως β συνθετικό), πρβλ. θυρ ωρός, πυλ ωρός] …
40νηάριον — νηάριον, τὸ (Μ) [νήα] μικρό πλοίο, πλοιάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός + υποκορ. κατάλ. άριον] …