νηός

  • 21εξαποβαίνω — ἐξαποβαίνω (Α) [αποβαίνω] αποβιβάζομαι («ἐξαπέβησαν ἑταῑροι νηός», Ομ. Οδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 22επήβολος — ἐπήβολος, ον (AM) 1. γνώστης, ενήμερος 2. κάτοχος ενός πράγματος (α. «φρενῶν ἐπηβόλους», Αισχύλ. β. «οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολο γίγνομαι οὐδ ἐρετάων», Ομ. Οδ.) 3. αρμόδιος, κατάλληλος αρχ. 1. ικανός, επιδέξιος 2. προσιτός, εκείνος τον οποίο μπορεί να… …

    Dictionary of Greek

  • 23επιθρώσκω — ἐπιθρῲσκω (Α) 1. πηδώ επάνω, ανεβαίνω κάπου με πήδημα («νηὸς ἐπιθρῲσκων», Ομ. Ιλ.). 2. πηδώ πάνω σε κάτι δείχνοντας έλλειψη σεβασμού («τύμβῳ ἐπιθρῴσκων Μενελάου», Ομ. Ιλ.) 3. (για άλογο) υπερπηδώ, πηδώ πάνω από μια έκταση 4. (για βράχο) προεξέχω… …

    Dictionary of Greek

  • 24εχενηίς — ἐχενηΐς, ίδος και ἐχεναΐς, ίδος και ἐχενῇς, ῇδος, ἡ (Α) 1. (για την άγκυρα, τη γαλήνη κ.λπ.) αυτή που κρατεί, που συγκρατεί τα πλοία («χρονίας ἐχενῇδας ἀπλοίας τεύξῃς», Αισχύλ.) 2. μικρό ψάρι για το οποίο πίστευαν ότι όταν κολλούσε στα πλευρά… …

    Dictionary of Greek

  • 25εϋστείρη — ἐϋστείρη, ἡ (Α) (για πλοίο) με ωραία καρίνα («ἐϋστείρης... νηός», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στείρα «καρίνα»] …

    Dictionary of Greek

  • 26εύσελμος — εὔσελμος και επικ. τ. ἐΰσσελμος, ον (Α) (για πλοία) αυτός που έχει καλά σέλματα, θέσεις για τους κωπηλάτες («νηὸς ἐϋσσέλμοιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σέλμα] …

    Dictionary of Greek

  • 27κατεφάλλομαι — (Α) 1. εφορμώ, πηδώ προς τα κάτω, εναντίον κάποιου 2. αρπάζω, σαρώνω («κῡμα νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον», Απολλ. Ρόδ.) 3. πηδώ από κάπου («οὐρανόθεν κατεπάλμενος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐφάλλομαι «πηδώ, εφορμώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 28λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… …

    Dictionary of Greek

  • 29λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …

    Dictionary of Greek

  • 30μακραυχένοπλος — μακραυχένοπλος, ον (Α) 1. αυτός που φέρει μακρύ κοντάρι 2. μακρός, επιμήκης («μακραυχένοπλοι πόδες νηός» τα μακριά κουπιά τού πλοίου, Τιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακραύχην + ἔνοπλος] …

    Dictionary of Greek