νηός

  • 11LYCHNIS vel LYCHNITES gemma — memoratur Luciano in Syria Dea Λίθον ἐπὶ τῇ κεφαλῇ φορέει, λυχνὶς καλέεται Α᾿πὸ τούτου εν νυκτὶ σέλας πολλὸν ἀπολάμπεται ὑπὸ δὲ οἱ καὶ ὁ νηὸς ἅπας οἷον ὑπὸ λύχνοισι φαίνεται εν ἡμέρῃ δὲ τὸ μὲν φέγγος ἀςθενέει, ἰδέην δὲ ἔχει κάρτα πυρώδεα, Gemmam… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 12NAVIGATIO — Phaedro l. 4. fab. 6. Mortis professio dicta, cum ait: Utinam ne unquam Pelei nemoris iugo Pinus bipenni condidisset Thessala, Nec ad professae mortis audacem viam Fabricâsset Argus opere Palladiô ratem. Cui fert suffragium Iuvenal. Sat. 12. v.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 13SABURRA — in naves firmamenti gratiâ recepta est. Graeci eam ἕρμα vocant. Hesych. Ε῞ρμα, τὸ την` ναῦν ἔρειςμα ςτηρίζον. Festo hinc Herma quoque: unde etiam, inquit, Mercurii nomen invenoris, ut putabant, firmae orationis dictum. Sed et κεφαλὶς, et κέφαλον …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 14SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 15έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 …

    Dictionary of Greek

  • 16ανά — πρόθ. (Α ἀνά) (με αιτ.) 1. (για τόπο) καθ’ όλη την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη «η είδηση διαδόθηκε γρήγορα ανά την πόλη» «ἀνά πᾱσαν τήν Μηδικήν» (Ηρόδ. 1, 96) 2. (για χρόνο) «κατά τη διάρκεια, καθ’ όλη τη διάρκεια «ανά τους αιώνες» «ἀνά τόν πόλεμον» …

    Dictionary of Greek

  • 17βαίνω — (AM βαίνω) προχωρώ νεοελλ. εξελίσσομαι, φέρομαι («βαίνει προς βελτίωσιν») αρχ. μσν. βαδίζω, περπατώ μσν. 1. περνώ, διαβαίνω 2. προπορεύομαι αρχ. Ι. 1. ανεβαίνω («ἐπὶ νηός ἔβαινεν», «ἐφ ἵππων βάντες», «ἐπί πῶλον βεβῶσα», «βήσασθαι δίφρον») 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 18δεκαναΐα — δεκαναΐα, η (Α) μονάδα του στόλου από δέκα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ναυς, ναός / νηός «πλοίο»] …

    Dictionary of Greek

  • 19διάνδιχα — (Α) [άνδιχα] επίρρ. 1. κατά δύο τρόπους («διάνδιχα μερμήριξεν» στάθηκε αναποφάσιστος, ταλαντεύθηκε ανάμεσα σε δύο διαφορετικές αποφάσεις) 2. φρ. «διάνδιχα νηὸς ἰούσης» ενώ προχωρούσε το πλοίο με πανιά και με κουπιά …

    Dictionary of Greek

  • 20είμι — εἶμι (Α) Ι. 1. έρχομαι («εἶμι δεῡρο», εἶμι εἴσω») 2. πηγαίνω (α. «εἶμι οἴκαδε» β. «πάλιν εἶμι» επιστρέφω, ξαναγυρίζω) 3. πορεύομαι («ὁδὸν εἶμι» ακολουθώ πορεία) 4. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα («εἶμι τὸ μέσον τοῡ οὐρανοῡ») 5. κινούμαι, ταξιδεύω,… …

    Dictionary of Greek